ἄδερκτος: Difference between revisions
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄδερκτος:''' -ον ([[δέρκομαι]]), αυτός που δεν βλέπει, <i>ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος</i>, στερημένος των οφθαλμών [[σου]], έτσι ώστε να μη βλέπουν πια, σε Σοφ.· πρβλ. [[ἀδάκρυτος]] I· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[κάποιος]] να βλέπει, στον ίδ. | |lsmtext='''ἄδερκτος:''' -ον ([[δέρκομαι]]), αυτός που δεν βλέπει, <i>ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος</i>, στερημένος των οφθαλμών [[σου]], έτσι ώστε να μη βλέπουν πια, σε Σοφ.· πρβλ. [[ἀδάκρυτος]] I· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[κάποιος]] να βλέπει, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄδερκτος:''' невидящий, незрячий (ὄμματα Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (δέρκομαι)
A not seeing, ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος so that they see not, S.OC1200. Adv. -τως without looking, ib.130.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδερκτος: -ον, (δέρκομαι), ὁ μὴ βλέπων, ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος, (κατὰ πρόληψιν) ἐστερημένος τῶν ὀφθαλμῶν σου, τῶν μὴ ὁρώντων πλέον, Σοφ. Ο. Κ. 1200, πρβλ. ἀδάκρυτος, Ι. ― Ἐπίρρ. -τως, χωρὶς νὰ βλέπῃ τις, αὐτόθι 130.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aveugle.
Étymologie: ἀ, δέρκομαι.
Syn. τυφλός.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene vista, ciego ὄμματα S.OC 1200.
2 adv. -ως sin mirar παραμειβόμεσθ' ἀ. pasamos (junto al recinto dedicado a las Euménides) sin mirar S.OC 131.
Greek Monotonic
ἄδερκτος: -ον (δέρκομαι), αυτός που δεν βλέπει, ἀδέρκτων ὀμμάτων τητώμενος, στερημένος των οφθαλμών σου, έτσι ώστε να μη βλέπουν πια, σε Σοφ.· πρβλ. ἀδάκρυτος I· επίρρ. -τως, χωρίς κάποιος να βλέπει, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄδερκτος: невидящий, незрячий (ὄμματα Soph.).