αἰακτός: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰάζω]],<br /><b class="num">I.</b> [[άξιος]] κλαυθμού, [[άξιος]] οδυρμού και θρήνου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που θρηνεί, [[ελεεινός]], [[δυστυχής]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αἰακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰάζω]],<br /><b class="num">I.</b> [[άξιος]] κλαυθμού, [[άξιος]] οδυρμού και θρήνου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που θρηνεί, [[ελεεινός]], [[δυστυχής]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰακτός:''' [adj. verb. к [[αἰάζω]]<br /><b class="num">1)</b> оплакиваемый Aesch.: ἐκεῖνο δ᾽ αἰακτὸν ἂν γένοιτό μοι Arph. это было бы для меня весьма прискорбно;<br /><b class="num">2)</b> плачущий, скорбящий Aesch.
}}
}}

Revision as of 15:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰακτός Medium diacritics: αἰακτός Low diacritics: αιακτός Capitals: ΑΙΑΚΤΟΣ
Transliteration A: aiaktós Transliteration B: aiaktos Transliteration C: aiaktos Beta Code: ai)akto/s

English (LSJ)

ή, όν, (αἰάζω)

   A lamentable, πήματα A.Th.846 lyr.), cf. Ar. Ach.1195 (paratrag.); lamented, θυγάτηρ Epigr.Gr.205 (Halic.).    II wailing, miserable, A.Pers.932,1068 (both lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ αἰάζω, ἄξιος οἰμωγῆς καὶ ὀδυρμοῦ, πήματα, Αἰσχύλ. Θ. 846· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1195· θρηνηθείς· θυγάτηρ, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 205. ΙΙ. θρηνῶν, ἐλεεινός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 931, 1069.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 déploré, déplorable;
2 qui déplore.
Étymologie: αἰάζω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 llorado, lamentado θυγάτηρ GVI 1079.5 (Halicarnaso II a.C.).
2 doloroso, lamentable πήματα A.Th.846, cf. Pers.931, Ar.Ach.1195 (paród.), γόος lamento quejumbroso, GVI 1540.2 (Esmirna II d.C.).
3 entre lamentos, lloroso, llorado αἰ. ἐς δόμους κίε A.Pers.1069.

• Etimología: Cf. αἴ.

Greek Monotonic

αἰακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἰάζω,
I. άξιος κλαυθμού, άξιος οδυρμού και θρήνου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
II. αυτός που θρηνεί, ελεεινός, δυστυχής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἰακτός: [adj. verb. к αἰάζω
1) оплакиваемый Aesch.: ἐκεῖνο δ᾽ αἰακτὸν ἂν γένοιτό μοι Arph. это было бы для меня весьма прискорбно;
2) плачущий, скорбящий Aesch.