αἰσχρότης: Difference between revisions
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰσχρότης:''' -ητος, ἡ, ασχήμια, [[δυσμορφία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''αἰσχρότης:''' -ητος, ἡ, ασχήμια, [[δυσμορφία]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰσχρότης:''' ητος ἡ безобразие, уродливость ([[ἀσυμμετρία]] τε καὶ αἰ. Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A ugliness, deformity, Pl. Grg.525a. II filthy conduct, Ep.Eph.5.4; euphem. for fellatio, Sch.Ar.Ra.1308 :— αἰσχροσύνη, ἡ, Tz.H.11.229.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρότης: -ητος, ἡ, ἀσχήμια, δυσμορφία, Λατ. turpitudo, Πλατ. Γοργ. 525Α. ΙΙ. ἀσχημοσύνη, ἀσέλγεια, κατ’ εὐφημισμόν, Λατιν. fellatio, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1308. - Παρὰ Τζέτζ. αἰσχροσύνη, ἡ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
laideur, difformité.
Étymologie: αἰσχρός.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 fealdad, deformidad αἰσχρότητος γέμουσαν τὴν ψυχὴν εἶδεν Pl.Grg.525a.
2 conducta indecente, obscena, Ep.Eph.5.4.
English (Abbott-Smith)
English (Strong)
from αἰσχρός; shamefulness, i.e. obscenity: filthiness.
English (Thayer)
(ητος, ἡ, baseness, dishonor: A. V. filthiness). (Plato, Gorgias 525a.)
Greek Monotonic
αἰσχρότης: -ητος, ἡ, ασχήμια, δυσμορφία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχρότης: ητος ἡ безобразие, уродливость (ἀσυμμετρία τε καὶ αἰ. Plat.).