αἱματόρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμᾰτόρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός από τον οποίο ρέει [[αίμα]], <i>αἱματόρρυτοι ῥανίδες</i>, [[βροχή]] αίματος, σε Ευρ. | |lsmtext='''αἱμᾰτόρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός από τον οποίο ρέει [[αίμα]], <i>αἱματόρρυτοι ῥανίδες</i>, [[βροχή]] αίματος, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμᾰτόρρῠτος:''' струящий кровь, т. е. кровавый (ῥανίδες Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A blood- streaming, αἱ. ῥανίδες a shower of blood, E.IA1515 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ ῥέων αἷμα· αἱμ. ῥανίδες = βροχὴ αἵματος, Εὐρ. Ι. Α. 1515.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ruisselant de sang.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτόρρῠτος) -ον
que fluye sangre, sangriento αἱ. ῥανίδες E.IA 1515.
Greek Monotonic
αἱμᾰτόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, αἱματόρρυτοι ῥανίδες, βροχή αίματος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτόρρῠτος: струящий кровь, т. е. кровавый (ῥανίδες Eur.).