αἰχμοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰχμοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ακόντιο]], ο [[δορυφόρος]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] όπως το [[δορυφόρος]], λέγεται για σωματοφύλακες, στον ίδ.
|lsmtext='''αἰχμοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ακόντιο]], ο [[δορυφόρος]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] όπως το [[δορυφόρος]], λέγεται για σωματοφύλακες, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰχμοφόρος:''' ὁ копьеносец, копейщик Her.
}}
}}

Revision as of 15:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμοφόρος Medium diacritics: αἰχμοφόρος Low diacritics: αιχμοφόρος Capitals: ΑΙΧΜΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aichmophóros Transliteration B: aichmophoros Transliteration C: aichmoforos Beta Code: ai)xmofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A spearman, Hdt.1.103,215.    2 esp., like δορυφόρος, of body-guards, Id.1.8, 7.40, B.10.89.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμοφόρος: -ον, ὁ φέρων δόρυ, Ἡρόδ. 1. 103, 215. 2) ἰδίως ὡς τὸ δορυφόρος, ἐπὶ σωματοφυλάκων, ὁ αὐτ. 1. 8., 7.40.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
porteur d’une lance ; particul. garde, satellite armé d’une lance.
Étymologie: αἰχμή, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
1 guerrero portador de lanza, lancero Hdt.1.103, 215, D.H.2.13, Them.Or.5.66b.
2 guardia personal, de corps B.11.89, Hdt.1.8, ἐδορυφόρουν αὐτὸν αἰχμοφόροι καὶ μηλοφόροι Them.Or.19.226a
pretoriano Hdn.1.10.6.

Greek Monolingual

αἰχμοφόρος, -ον (Α)
1. πολεμιστής που φέρει δόρυ
2. σωματοφύλακας, δορυφόρος ειδικού στρατιωτικού σώματος τών ασιατικών λαών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + -φόρος < φέρω.

Greek Monotonic

αἰχμοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ακόντιο, ο δορυφόρος, σε Ηρόδ.· ιδίως όπως το δορυφόρος, λέγεται για σωματοφύλακες, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰχμοφόρος: ὁ копьеносец, копейщик Her.