ἀκατακάλυπτος: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(2) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκατακάλυπτος:''' -ον ([[κατακαλύπτω]]), [[ακάλυπτος]], [[ασκεπής]], [[φανερός]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀκατακάλυπτος:''' -ον ([[κατακαλύπτω]]), [[ακάλυπτος]], [[ασκεπής]], [[φανερός]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκατακάλυπτος:''' незакутанный, с непокрытой головой ([[γυνή]] Polyb., NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A uncovered, LXX Le. 13.45 (v.l.), Plb.15.27.2, 1 Ep.Cor.11.5,13; ἀκαθαρσία Ph.1.72.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατακάλυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, Ἑβδ., Πολύβ. 15. 27, 2, Κορ. Α΄, ια΄, 5, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non voilé, non couvert.
Étymologie: ἀ, κατακαλύπτω.
Spanish (DGE)
-ον
I descubierto esp. de mujeres sin velo Δανάη Plb.15.27.2, γυνή 1Ep.Cor.11.5, 13
•del leproso ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἀκατακάλυπτος LXX Le.13.45.
II 1descarado, a las claras ἀκαθαρσία Ph.1.72.
2 no disimulado, llano φωνή Eus.PE 13.1.
English (Abbott-Smith)
† ἀκατακάλυπτος, -ον (< κατακαλύπτω), [in LXX: Le 13:45 A (פָּרוּע) *;]
uncovered, unveiled: I Co 11:5, 13. †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of a compound of κατά and καλύπτω; unveiled: uncovered.
English (Thayer)
(κατακαλύπτω), not covered, unveiled: Polybius 15,27, 2; (the Sept., Philo).)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατακάλυπτος, -ον) κατακαλύπτω
αυτός που δεν έχει σκεπαστεί εξ ολοκλήρου
νεοελλ.
1. τελείως ακάλυπτος, φανερός
2. (ως στρατιωτ. όρος) τόπος που δεν προστατεύεται καθόλου με προκαλύμματα
αρχ.
1. ασκεπής, με ακάλυπτο κεφάλι (κυρίως για γυναίκες
Πολ. 15.27.2. ΠΔ Λευϊτ. 13, 45, Μ. Βασίλειος κ.ά.)
2. μτφ. απλός, δίχως προσποίηση
«γυμνῇ και ἀκατακαλύπτῳ φωνῇ» (Ευσέβιος).
Greek Monotonic
ἀκατακάλυπτος: -ον (κατακαλύπτω), ακάλυπτος, ασκεπής, φανερός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀκατακάλυπτος: незакутанный, с непокрытой головой (γυνή Polyb., NT).