ἀκίχητος: Difference between revisions
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκίχητος:''' [ῐ], -ον ([[κιχάνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν φθάνεται, [[ανέφικτος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν προσεγγίζεται με ικεσίες ή παρακλήσεις, [[αμείλικτος]], [[σκληρός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀκίχητος:''' [ῐ], -ον ([[κιχάνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν φθάνεται, [[ανέφικτος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν προσεγγίζεται με ικεσίες ή παρακλήσεις, [[αμείλικτος]], [[σκληρός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκίχητος:''' <b class="num">1)</b> недосягаемый, неуловимый Hom.;<br /><b class="num">2)</b> недоступный, неумолимый (ἤθεα [[Διός]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A not to be reached, unattainable, ἀκίχητα διώκων Il. 17.75; μεταθεῖν Ael.NA4.52; not to be overtaken, swift, ἀκίχητος ἀΐσσειν Nonn.D.45.236, cf. Tryph.333. II not to be reached by prayer, inexorable, ἤθεα A.Pr.186.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκίχητος: [ῐ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φθάσῃ, νὰ ἐπιτύχῃ, ἀκίχητα διώκων, Ἰλ. Ρ. 75· μεταθεῖν, Αἰλ. περὶ Ζ. 4, 52. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀπρόσιτος, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, Αἰσχύλ. Πρ. 184.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on ne peut atteindre, insaisissable;
2 sur qui l’on n’a pas prise, inexorable.
Étymologie: ἀ, κιχάνω.
English (Autenrieth)
(κιχάνω): unattainable; ἀκίχητα διώκων, Il. 17.75†.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1inalcanzable ἀκίχητα διώκων Il.17.75, μεταθεῖν Ael.NA 4.52, ὀρνίθων πορείη Nonn.D.1.143, αἰών Nonn.Par.Eu.Io.8.35, de Dioniso ἀίξας ἀ. Nonn.D.45.236, de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.8.59, 12.1, ἄχρονος ἦν, ἀκίχητος Nonn.Par.Eu.Io.1.1.
2 inaccesible, incognoscible ἤθεα καὶ κέαρ A.Pr.184.
II adv. -α de modo inalcanzable, sin rastro πλαζομένης ἀκίχητα Nonn.D.9.294.
Greek Monolingual
ἀκίχητος, -ον (Α) κιχάνω
1. ακατόρθωτος
2. άκαμπτος, σκληρός, απρόσιτος.
Greek Monotonic
ἀκίχητος: [ῐ], -ον (κιχάνω),
I. αυτός που δεν φθάνεται, ανέφικτος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν προσεγγίζεται με ικεσίες ή παρακλήσεις, αμείλικτος, σκληρός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκίχητος: 1) недосягаемый, неуловимый Hom.;
2) недоступный, неумолимый (ἤθεα Διός Aesch.).