Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκκώ: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκκώ:''' ἡ, [[καλικάντζαρος]], [[εφιάλτης]] ή ανόητη [[γυναίκα]]. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀκκώ:''' ἡ, [[καλικάντζαρος]], [[εφιάλτης]] ή ανόητη [[γυναίκα]]. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκκώ:''' οῦς ἡ<br /><b class="num">1)</b> жеманница Plut.;<br /><b class="num">2)</b> пугало для детей, бука Plut.
}}
}}

Revision as of 15:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκκώ Medium diacritics: ἀκκώ Low diacritics: ακκώ Capitals: ΑΚΚΩ
Transliteration A: akkṓ Transliteration B: akkō Transliteration C: akko Beta Code: a)kkw/

English (LSJ)

ἡ,

   A bogey, that nurses used to frighten children with, Plu. 2.1040b: acc. to others, vain woman, Zen.1.53.

German (Pape)

[Seite 73] ἡ, ein eitles Weib, od. = μορμώ, ein Gespenst, mit dem Ammen die Kinder schrecken.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκκώ: ἡ, ὡς τὸ ἀλφιτώ, μορμώ, φάσμα τι ὑποθετικὸβ ἢ φόβητρον, δι’ οὗ αἱ τροφοὶ ἐφόβιζον τὰ παιδία, ἢ κατ’ ἄλλους γύναιον ἐπὶ μωρίᾳ διαβεβοημένον, Ζηνόβ. 1. 53, ἔνθα ἴδε Leutsch.

Greek Monolingual

ἀκκώ, η (Α)
φόβητρο, «μπαμπούλας», φάντασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μια από τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Αρχαίοι για να φοβίσουν τα παιδιά
ένα είδος «θηλυκού μπαμπούλα». Κατά τη Σούδα, η λ. Ἀκκὼ ήταν όνομα γυναίκας γνωστής για την ανοησία της, που τήν παρουσίαζαν να κουβεντιάζει με το είδωλό της στον καθρέφτη! Στον Ζηνόβιο αναφέρεται η λ. με τη σημασία «ματαιόδοξης γυναίκας». Επομένως ο όρος ἀκκώ, που χρησιμοποιούνταν, όπως και οι λ. Μορμώ, Ἀλφιτώ , με την έννοια του «φόβητρου», αρχικά αναφερόταν πιθανώς σε πρόσωπο χαρακτηριστικό για τους μορφασμούς του. Έτσι εξηγείται και η σημασία του παράγωγου ρήματος ἀκκίζομαι «προσποιούμαι» — αρχικά το ρήμα πρέπει να σήμαινε «κάνω μορφασμούς», κατ’ επέκταση «συμπεριφέρομαι επιτηδευμένα, προσποιούμαι σεμνοτυφία, αδιαφορία» και γενικότερα «υποκρίνομαι». Η λ. ἀκκὼ είναι άγνωστης ετυμολ. Πρέπει όμως να είναι συγγενής με το σανσκριτικό akkā και το λατινικό κύριο όνομα Acca, που αναφέρεται στην Acca Lārentia, την τροφό του Ρωμύλου και του Ρέμου. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η λ. ἀκκὼ μόνο στα Ελληνικά χρησιμοποιείται με κακόσημη έννοια.
ΠΑΡ. ἀκκίζομαι.

Greek Monotonic

ἀκκώ: ἡ, καλικάντζαρος, εφιάλτης ή ανόητη γυναίκα. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀκκώ: οῦς ἡ
1) жеманница Plut.;
2) пугало для детей, бука Plut.