ἀλαλαγμός: Difference between revisions
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλαλαγμός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = [[ἀλαλαγή]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δυνατός]], [[μεγάλος]] [[θόρυβος]], <i>τυμπάνων</i>, <i>αὐλοῦ</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀλαλαγμός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = [[ἀλαλαγή]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δυνατός]], [[μεγάλος]] [[θόρυβος]], <i>τυμπάνων</i>, <i>αὐλοῦ</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλᾰλαγμός:''' (ᾰλ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> Her. = [[ἀλαλή]];<br /><b class="num">2)</b> шум, бой (τυμπάνων Eur.);<br /><b class="num">3)</b> звуки, пение (sc. αὐλοῦ Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀλαλαγή, Hdt.8.37, Plu.2.564b, Arr.An.5.10.4, Onos.29.1. II generally, loud noise, τυμπάνων, αὐλοῦ, E.Cyc.65, Hel.1352 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 88] ὁ, dasselbe, Her. 8, 37, Kriegsgeschrei; Sp. Auch τυμπάνων, Paukenschall, Eur. Cycl. 65; αὐλῶν, Flötentlang, Hel. 1352.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαλαγμός: ὁ = ἀλαλαγή, Ἡρ. 8. 37. ΙΙ. καθόλου, μέγας θόρυβος, τυμπάνων, αὐλοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 65, Ἑλ. 1352.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cri de guerre.
Étymologie: ἀλαλάζω.
Spanish (DGE)
(ἀλᾰλαγμός) -οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 clamor, grito de guerra A.Fr.451c.30, IStratonikeia 10.24 (I a.C.), Arr.An.5.10.4, Plu.2.201e, Onas.29.1, Orac.Sib.3.305, μάχης Nonn.D.47.581
•clamor de voces sobrenaturales, Hdt.8.37, de las almas errantes ἀλαλαγμοῖς θρήνου καὶ φόβου Plu.2.564b
•en una calamidad ἀ. ἀνδρῶν el clamor de los hombres op. ὀλολυγμὸς γυναικῶν Ach.Tat.3.2.8, lat. eiulatio, Gloss.2.224
•plu. alaridos de mujeres μετ' ὀλοφυρμῶν καὶ ἀλαλαγμῶν Plu.2.610c
•de gritos de júbilo aclamación c. gen. obj. ἀ. βασιλέως Aq.Nu.23.21, lat. iubilatio, Gloss.2.224.
2 estrépito de instrumentos rituales τυμπάνων E.Cyc.65, αὐλοῦ E.Hel.1352, ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ con címbalos resonantes LXX Ps.150.5
•balido προβάτων καὶ κριῶν LXX Ie.32.36.
Greek Monolingual
ο (Α ἀλαλαγμὸς) ἀλαλάζω
δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς
αρχ.
δυνατός θόρυβος από φωνές ή ήχους, ακόμη και κραυγή οδύνης, ολολυγμός.
Greek Monotonic
ἀλαλαγμός: ὁ,
I. = ἀλαλαγή, σε Ηρόδ.
II. δυνατός, μεγάλος θόρυβος, τυμπάνων, αὐλοῦ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾰλαγμός: (ᾰλ) ὁ
1) Her. = ἀλαλή;
2) шум, бой (τυμπάνων Eur.);
3) звуки, пение (sc. αὐλοῦ Eur.).