ἀκρόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρόλοφος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει υψηλή [[κορυφογραμμή]], [[βουνοκορφή]], ο με [[κορυφή]], [[μυτερός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[βουνοκορφή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀκρόλοφος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει υψηλή [[κορυφογραμμή]], [[βουνοκορφή]], ο με [[κορυφή]], [[μυτερός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[βουνοκορφή]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρόλοφος:''' <b class="num">II</b> ὁ вершина холма Plut.<br />с высокой вершиной (πέτραι Anth.).
}}
}}

Revision as of 15:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόλοφος Medium diacritics: ἀκρόλοφος Low diacritics: ακρόλοφος Capitals: ΑΚΡΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: akrólophos Transliteration B: akrolophos Transliteration C: akrolofos Beta Code: a)kro/lofos

English (LSJ)

ον,

   A high-crested, peaked, πρῶνες Opp.C.1.418; πέτραι AP12.185 (Strat.):—Subst., mountain crest, Plu.Publ.22.

German (Pape)

[Seite 83] ὁ, Hügelspitze, Plut. Popl. 22. – Adj. -φοι πέτραι, hohe Felsen, Strat. 27 (XII, 185); πρῶνες Opp. Cyn. 1, 418.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόλοφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν τὸν λόφον, τὴν κορυφήν, πέτραι, Ὀππ. Κ. 1. 418, Ἀνθ. Π. 12. 185˙ ὡς οὐσιαστ., δειράς, «ῥάχη», Πλουτ. Ποπλίκ. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sommet élevé ; subst.ἀκρόλοφος sommet d’une colline.
Étymologie: ἄκρος, λόφος.

Spanish (DGE)

-ον
1 de altos picos πρῶνες Opp.C.1.418, πέτραι AP 12.185 (Strat.).
2 subst. ὁ ἀ. pico de una montaña, Arist.Pepl.63, Plu.Publ.22.

Greek Monolingual

ο (Α ἀκρόλοφος) (Α και -ος, -ον)
κορυφή όρους, βουνοκορφή
αρχ.
ως επίθ. αυτός που καταλήγει σε κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + λόφος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρολοφία, ἀκρολοφίτης.

Greek Monotonic

ἀκρόλοφος: -ον, I. αυτός που έχει υψηλή κορυφογραμμή, βουνοκορφή, ο με κορυφή, μυτερός, σε Ανθ.
II. ως ουσ. βουνοκορφή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόλοφος: II ὁ вершина холма Plut.
с высокой вершиной (πέτραι Anth.).