ἄλευρον: Difference between revisions
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄλευρον:''' [ᾰ], τό, [[κυρίως]] σε πληθ. ἄλευρα, ([[ἀλέω]]), σταρένιο [[αλεύρι]], που διακρίνεται από τα <i>ἄλφιτα</i> (κριθαρένιο [[αλεύρι]]), σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἄλευρον:''' [ᾰ], τό, [[κυρίως]] σε πληθ. ἄλευρα, ([[ἀλέω]]), σταρένιο [[αλεύρι]], που διακρίνεται από τα <i>ἄλφιτα</i> (κριθαρένιο [[αλεύρι]]), σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄλευρον:''' (ᾰ) τό<b class="num">1)</b> преимущ. pl. пшеничная мука Her., Xen., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> мука (вообще) (κρίθινον ἄ. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), [ᾰ], τό, mostly in pl. ἄλευρα, (ἀλέω A)
A = ἀλείατα, wheat-meal (opp. ἄλφιτα barley-meal, Hdt.7.119; ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενοι, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα Pl.R.372b, cf.Epin.975b, X.An.1.5.6, Arist.Pr.863b2: in sg., Ar.Fr.50, Sotad.Com.1.24, Arist.Pr.927a11, Theoc.14.7. 2 generally, meal, ἄ. κρίθινον Dsc. 1.72; τήλινον 3.40, cf. 2.102; made trom dried sorbs, 1.120.
ἄλευρον (B)· τάφος (Cypr.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 93] τό (ἀλέω), gew. im plur., Weizenmehl, Her. 7, 119; Plat. Rep. II, 372 b (ἐκ τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενοι, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα); Xen. Cyr. 5, 2, 5, u. sonst, dem ἄλφιτα entgegengesetzt. Bei Diosc. u. Sp. übh. seines Mehl; Plut. Pyth. or. 6 hat auch κρίθινον ἄλ.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλευρον: [ᾰ], τό, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἄλευρα (ἀλέω), = τοῦ Ὁμήρ. τὸ ἀλείατα = ἄλευρα ἐκ σίτου, διακρινόμενα ἀπὸ τὰ ἄλφιτα, Ἡρόδ. 7. 119˙ ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενος, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα, Πλάτ. Πολ. 372Β˙ πρβλ. Νόμ. 849C, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, Ἀριστ. Προβλ. 1. 37: ― καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 141, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 24, Ἀριστ. Προβλ. 21. 1. 2) καθόλου, ἄλευρον ἐκ παντὸς σιτηροῦ, ἄλ. κρίθινον, Διοσκ. 1. 94, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
farine de froment.
Étymologie: ἀλέω.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): fem. -ος Et.Gud.498.43S.
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1sg. y plu. harina de trigo op. ἄλφιτα ‘harina de cebada’, Hdt.7.119, θρέψονται δὲ ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευαζόμενοι, ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄ. Pl.R.372b, cf. Epin.975b, X.An.1.5.6, D.55.24 (op. κριθαί), Arist.Pr.863b2, LXX 2Re.17.28, Luc.Asin.28, 42, Dsc.1.120
•sin op. explícita, Diocl.Fr.153.8, ἄλευρ', ὕδωρ, ἔλαιον ἀπόδος Men.Sam.227, cf. Phryn.Com.35, LXX Id.6.19, 1Pa.12.41, Polyaen.4.3.32, Plu.2.397a, SIG 741.10 (Nisa I a.C.), Poll.6.74, PRyl.280 (II d.C.), D.C.Epit.9.2.13, Orac.Sib.8.14, ἡ λευκὴ ἄλευρος Et.Gud.l.c.
•ἄλευρον ἑφθόν harina cocida sinón. de pan Arist.Pr.893b32, cf. Theoc.14.7.
2 gener. harina de otros cereales o semillas ἄ. ὀρόβων Hp.Int.12, αἰρῶν ἄ. Hp.Nat.Mul.32, κρίθινον Dsc.1.72.2, κρίθινον τε καὶ πύρινον Apollon. en Gal.12.654, ἀ. ἀλφίτων Asclep.Iun. en Gal.12.743, τήλινον Dsc.3.40, αἴρινον Dsc.2.112, ἐρέγμινον Dsc.3.80.3, ἄλευρα θέρμινα Dsc.2.110.2, ἐρεβίνθου Crit.Hist. en Gal.12.883, κυάμινον Archig. en Gal.12.461, ἀ. φακοῦ Archig. en Gal.12.406, πιτυρῶδες Gal.15.576.
II ἄλευρον· chipr. τάφος Hsch.
• Etimología: Cf. μάλευρον.
English (Strong)
from aleo (to grind); flour: meal.
English (Thayer)
τό (ἀλεύω to grind), wheaten flour, meal: Hesychius ἄλευρα κυρίως τά τοῦ σίτου ἄλφιτα δέ τῶν κριθῶν. (Herodotus, Xenophon, Plato, Josephus, others.)
Greek Monotonic
ἄλευρον: [ᾰ], τό, κυρίως σε πληθ. ἄλευρα, (ἀλέω), σταρένιο αλεύρι, που διακρίνεται από τα ἄλφιτα (κριθαρένιο αλεύρι), σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἄλευρον: (ᾰ) τό1) преимущ. pl. пшеничная мука Her., Xen., Plat., Arst.;
2) мука (вообще) (κρίθινον ἄ. Plut.).