ἀλογεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀλογεύομαι]]) [[ἄλογος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[παράλογος]], [[μιλώ]] παράλογα<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] τον παράλογο<br /><b>3.</b> <b>(Εκκλ.)</b> [[ἄλογον]] λέγεται για την [[παρά]] [[φύση]] [[ασέλγεια]] και την [[κτηνοβασία]]. | |mltxt=(Α [[ἀλογεύομαι]]) [[ἄλογος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[παράλογος]], [[μιλώ]] παράλογα<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] τον παράλογο<br /><b>3.</b> <b>(Εκκλ.)</b> [[ἄλογον]] λέγεται για την [[παρά]] [[φύση]] [[ασέλγεια]] και την [[κτηνοβασία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλογεύομαι:''' говорить вздор: ἃ ἀλογευόμενος παρεφθέγγετο Cic. вздор, который он нагородил. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A speak casually, Cic.Att.6.4.3.
German (Pape)
[Seite 108] unverständig sein, Cic. Att. 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλογεύομαι: ἀποθ., = προσποιοῦμαι τὸν μωρόν, ἢ εἶμαι μωρός, ἄλογος, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4, 3˙ ἀλλ. ἀλλογνοούμενα.
Spanish (DGE)
1 hablar sin pensar, sin darse cuenta ἐξ ὧν ἀλογευόμενος παρεφθέγγετο de lo que profirió sin darse cuenta Cic.Att.118.3.
2 tener relaciones carnales con animales, CAnt.(314) Can.16, 17.
Greek Monolingual
(Α ἀλογεύομαι) ἄλογος
1. είμαι παράλογος, μιλώ παράλογα
2. προσποιούμαι τον παράλογο
3. (Εκκλ.) ἄλογον λέγεται για την παρά φύση ασέλγεια και την κτηνοβασία.
Russian (Dvoretsky)
ἀλογεύομαι: говорить вздор: ἃ ἀλογευόμενος παρεφθέγγετο Cic. вздор, который он нагородил.