ἀμπλάκιον: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμπλάκιον:''' τό, = [[ἀμπλακία]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''ἀμπλάκιον:''' τό, = [[ἀμπλακία]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμπλάκιον:''' τό Pind. = [[ἀμπλακία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:12, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = ἀμπλακία, Pi.P.11.26.
German (Pape)
[Seite 129] τό, dass., Pind. P. 11, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπλάκιον: τό, = ἀμπλακία Πίνδ. Π. 11. 41: πρβλ. ἁμάρτιον.
English (Slater)
ἀμπλᾰκιον
1 sin, fault τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον (P. 11.26)
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
falta, pecado τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀ. Pi.P.11.26.
Greek Monolingual
ἀμπλάκιον, το (Α)
το αμπλάκημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρ. αορ. β' του μτγν. ἀμπλακίσκω)].
Greek Monotonic
ἀμπλάκιον: τό, = ἀμπλακία, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπλάκιον: τό Pind. = ἀμπλακία.