ἁμάρτιον
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
τό, = ἁμάρτημα, in plural, A.Pers.676, Ag.537.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
yerro, error, culpa δίδυμα ... ἁμάρτια A.Pers.676, διπλᾶ A.A.537.
German (Pape)
[Seite 117] τό, = ἁμαρτία, Aesch. Ag. 523; Pers. 663 im plur., zw. L.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. ἁμαρτία.
Russian (Dvoretsky)
ἁμάρτιον: τό Aesch. = ἁμάρτημα.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμάρτιον: τό, = ἁμάρτημα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 676, Ἀγ. 537 (κατὰ πληθ., ἔνθα ὁ Ἕρμανν. γράφει θἀμαρτία ὡς δυϊκὸς τύπος, ἀντὶ τὼ ἢ τὰ ἁμαρτία): περὶ τοῦ τύπου πρβλ. ἀμπλάκιον.
Greek Monolingual
ἁμάρτιον, το (Α) ἁμαρτάνω
(συνήθως στον πληθυντικό) τά ἁμάρτια
αμαρτήματα.
Greek Monotonic
ἁμάρτιον: το = ἁμάρτημα, σε Αισχύλ.