Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνεπίστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και -φτος, -η, -ο (ΑΜ [[ἀνεπίστρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν επιστρέφει [[πίσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[εκείνος]] που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα»)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[δεκτικός]] επιστροφής («τα αποστελλόμενα χειρόγραφα [[είναι]] ανεπίστρεπτα»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δανεικά και ανεπίστρεφτα»<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμελής]], [[αδιάφορος]].
|mltxt=και -φτος, -η, -ο (ΑΜ [[ἀνεπίστρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν επιστρέφει [[πίσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[εκείνος]] που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα»)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[δεκτικός]] επιστροφής («τα αποστελλόμενα χειρόγραφα [[είναι]] ανεπίστρεπτα»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δανεικά και ανεπίστρεφτα»<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμελής]], [[αδιάφορος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίστρεπτος:''' не оборачивающийся назад: ἀ. φεύγει Plut. он бежит без оглядки.
}}
}}

Revision as of 16:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίστρεπτος Medium diacritics: ἀνεπίστρεπτος Low diacritics: ανεπίστρεπτος Capitals: ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: anepístreptos Transliteration B: anepistreptos Transliteration C: anepistreptos Beta Code: a)nepi/streptos

English (LSJ)

ον, prop.

   A without turning round: hence metaph., indifferent, heedless, πάντων Phld.Herc. 1251.17, cf. Artem. 2.37. Adv. -τως Arr.Epict.2.9.4, PMag.Par.1.45: also -τεί or -τί Ph.1.90 (-τί), Plu.2.46e, 418b, PMag.Lond.121.439.

German (Pape)

[Seite 225] sich. nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas, τινός, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίστρεπτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος: μεταφ., ἀπρόσεκτος, ἀδιάφορος, Ἀρτεμίδ.· τινὸς Συνέσ. 145C. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 4· ὡσαύτως -τεὶ ἢ τί, Πλούτ. 2. 46Ε, 418Β.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiferente, que no presta atención de pers., c. gen. πάντων Phld.Herc.1251.17.20, τοῦ ζῴου Synes.Insom.M.66.1301B
subst. τὸ ἀ. indiferencia τὸ ἀνεπίστρεπτον τῶν ἐντυγχανόντων Artem.2.37 (p.170).
2 adv. -ως sin prestar atención ποιοῦμεν Arr.Epict.2.9.4, ἠθροίζοντο LXX 3Ma.1.20, cf. Hsch.

Greek Monolingual

και -φτος, -η, -ο (ΑΜ ἀνεπίστρεπτος, -ον)
αυτός που δεν επιστρέφει πίσω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει
2. (για πράγματα) εκείνος που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα»)
3. αυτός που δεν είναι δεκτικός επιστροφής («τα αποστελλόμενα χειρόγραφα είναι ανεπίστρεπτα»)
4. φρ. «δανεικά και ανεπίστρεφτα»
αρχ.
αμελής, αδιάφορος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίστρεπτος: не оборачивающийся назад: ἀ. φεύγει Plut. он бежит без оглядки.