ἀνέφικτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνέφικτος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]], [[ανεπίτευκτος]], [[απραγματοποίητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απλησίαστος]] με τη [[σκέψη]], [[ακατανόητος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνέφικτος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]], [[ανεπίτευκτος]], [[απραγματοποίητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απλησίαστος]] με τη [[σκέψη]], [[ακατανόητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέφικτος:''' неприступный, недосягаемый ([[ὕψος]] Plut.; [[ἀδύνατος]] καὶ ἀ. ἀνθρώπῳ Luc.).
}}
}}

Revision as of 16:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέφικτος Medium diacritics: ἀνέφικτος Low diacritics: ανέφικτος Capitals: ΑΝΕΦΙΚΤΟΣ
Transliteration A: anéphiktos Transliteration B: anephiktos Transliteration C: anefiktos Beta Code: a)ne/fiktos

English (LSJ)

ον,

   A out of reach, unattainable, Ph.1.228,al., Phld.Rh. 1.27S., Plu.2.54d, Luc.Herm.67, Jul.Or.2.82d.

German (Pape)

[Seite 227] unerreichbar, unmöglich, Luc. Hermot. 67; Plut.; Schol. Il. 11, 799.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέφικτος: -ον, ὁ μὴ ἐφικτός, Πλούτ. 2. 54D, Λουκ. Ἑρμότ. 67, πρβλ. τοῦ αὐτ. Ἀλκ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible, inabordable.
Étymologie: ἀ, ἐφικνέομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inalcanzable ἀνεφίκτου πράγματος ἐρᾷ Ph.1.228, οὐρανός LXX 3Ma.2.15, δύναμις Plu.2.54d, ἀνέφικτοι τοῖς εἰσακοντίζειν πειρωμένοις I.AI 17.260, φύσις Iul.Or.3.82d, cf. Luc.Herm.67, Pr.Im.23
subst. τό, τά: ὁ ἄφρων νοῦς ἀνεφίκτων ἐρῶν Ph.1.59, cf. Phld.Rh.2.17, Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170b.11, Aristeas 223.
2 gram. inadmisible gramaticalmente, agramatical ἄλλου δὲ ῥήματος ἐπιφερομένου ἀ. ἡ πρόσθεσις τοῦ ἄρθρου A.D.Synt.76.2, cf. 43.15, 66.11, 275.9.
II adv. -ως de modo incomprensible del Padre τὸν μὲν πατέρα ... γεγεννηκέναι ἀνεφίκτως Symb.Ant.345 en Ath.Al.Syn.26.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνέφικτος, -ον)
1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος
αρχ.
απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέφικτος: неприступный, недосягаемый (ὕψος Plut.; ἀδύνατος καὶ ἀ. ἀνθρώπῳ Luc.).