ἀνακηκίω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακηκίω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ. [[αναβλύζω]], [[εξορμώ]], ἀνακήκῐεν [[αἷμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀνακηκίω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ. [[αναβλύζω]], [[εξορμώ]], ἀνακήκῐεν [[αἷμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακηκίω:''' вытекать наружу, пробиваться, проступать (ἀνακηκίει [[ἱδρώς]] Hom.; ζεῖν καὶ ἀ. Plat.): ἀνακήκιεν [[αἷμα]] Hom. хлынула кровь.
}}
}}

Revision as of 16:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακηκίω Medium diacritics: ἀνακηκίω Low diacritics: ανακηκίω Capitals: ΑΝΑΚΗΚΙΩ
Transliteration A: anakēkíō Transliteration B: anakēkiō Transliteration C: anakikio Beta Code: a)nakhki/w

English (LSJ)

   A spout up, gush forth, ἀνεκήκιεν αἷμα Il.7.262; ἀνακηκίει ἱδρώς 13.705; πέτρης from... A.R.3.227.    2 rare in Prose, bubble up, throb violently, Pl.Phdr.251b.    II causal, make to spout out, freq. in later Ep., A.R.4.600, Nonn.D.12.359, Tryph.322. [ῐ Ep., cf. κηκίω.]

German (Pape)

[Seite 191] hervordringen, -quellen, αἷμα, Il. 7, 262; ἱδρώς, ausbrechen, 13, 705. 23, 507, wie Plat. Phaedr. 151 b u. Hippocr. – Trans., hervorquellen lassen, ἀτμόν, aushauchen, Ap. Rh. 4, 600; Tryph. 322; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακηκίω: ἀναφέρομαι, ἀναβλύζω, ἐκρέω, ἐξορμῶ, ἀνεκήκιεν αἷμα, «ἀνίει» (Σχολ.), Ἰλ. Η. 262· ἀνακηκίει ἱδρὼς Ν. 705· πέτρης = ἐκ πέτρης, Ἀπολλ. Ῥόδ. Γ. 227. 2) σπάν. παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀναβράζω, καχλάζω, πάλλομαι μετὰ σφοδρότητος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β. ΙΙ. ἐνεργητικῶς, κάμνω τι νὰ ἀναβλύσῃ, νὰ ἐξορμήσῃ, συχνάκις παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὅρα Wellauer Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 600. [ῐ Ἐπ., πρβλ. κηκίω].

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
jaillir, suinter.
Étymologie: ἀνά, κηκίω.

English (Autenrieth)

gush up or forth, of blood and sweat. (Il.)

Spanish (DGE)

I intr.
1 brotar de líquidos αἷμα Il.7.262, ἱδρώς Il.13.705, ὕδωρ ... ἀνεκήκιε πέτρης A.R.3.227, πολιὴ δ' ἀνεκήκιεν ἅλμη Call.Fr.763, ἀφρὸς ἐρευθιόων πολιῆς ἀνεκήκιεν ἅλμης Nonn.D.39.248.
2 de otras cosas palpitar ζεῖ ... ὅλη καὶ ἀνακηκίει del alma cuando le salen las plumas, Pl.Phdr.251c.
II c. ac. hacer brotar ἡ (Ἀργώ) ... βαρὺν ἀνακηκίει ἀτμόν A.R.4.600, ὀπώρη λευκὸν ... ἀνεκήκιεν ἀφρὸν ἐέρσης Nonn.D.12.359, λιγνὺν ... ἕλιξ ἀνεκήκιε σειρή Triph.322.

Greek Monolingual

ἀνακηκίω (Α)
1. αναβλύζω, ξεπηδώ
2. κοχλάζω, αναβράζω
3. κάνω κάτι να αναβλύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κηκίω «αναβλύζω, κοχλάζω»].

Greek Monotonic

ἀνακηκίω: μόνο στον ενεστ. και παρατ. αναβλύζω, εξορμώ, ἀνακήκῐεν αἷμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακηκίω: вытекать наружу, пробиваться, проступать (ἀνακηκίει ἱδρώς Hom.; ζεῖν καὶ ἀ. Plat.): ἀνακήκιεν αἷμα Hom. хлынула кровь.