ἀνούατος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνούᾰτος:''' -ον ([[οὖς]]), αυτός που δεν έχει [[αυτί]], [[χωρίς]] [[χερούλι]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀνούᾰτος:''' -ον ([[οὖς]]), αυτός που δεν έχει [[αυτί]], [[χωρίς]] [[χερούλι]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνούᾰτος:''' безухий ([[ξόανον]] Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without ear: without handle, Theoc.Ep.4.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνούατος: -ον, (οὖς) ἄνευ ὡτός, ἄνευ λαβῆς, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans oreilles ; sans anses.
Étymologie: ἀ, οὖς.
Spanish (DGE)
(ἀνούᾰτος) -ον
que no tiene orejas ξόανον Theoc.Ep.4.3. Tb. ἀνόϝ(Ϝ)οτον o ἀνώϝοτον. • DMic.: a-no-wo-to.
Greek Monolingual
ἀνούατος, -ον (Α) ους
ο χωρίς αφτιά.
Greek Monotonic
ἀνούᾰτος: -ον (οὖς), αυτός που δεν έχει αυτί, χωρίς χερούλι, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνούᾰτος: безухий (ξόανον Theocr.).