ἀνοχλίζω: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
(4) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνοχλίζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[υποστηρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανασηκώνω]]<br /><b>2.</b> [[βγάζω]] κάποιον από τον δρόμο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οχλίζω]] «[[ανακινώ]], [[μετακινώ]]»]. | |mltxt=[[ἀνοχλίζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[υποστηρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανασηκώνω]]<br /><b>2.</b> [[βγάζω]] κάποιον από τον δρόμο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οχλίζω]] «[[ανακινώ]], [[μετακινώ]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνοχλίζω:''' поднимать ломом или рычагом ([[λᾶας]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:34, 31 December 2018
English (LSJ)
A heave up, A.R.1.1167, Opp.H.5.128, Hsch. 2 heave out of the way, A.R.3.1298.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοχλίζω: «ἀναμοχλεύω» Ἡσύχ., «ἀνακινῶ» Εὐστ., δὴ τότ’ ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκοὺς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1167, Ὀππ. Ἁλ. 5. 128.
Spanish (DGE)
I tr.
1 levantar ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούς A.R.1.1167, c. valor fact. οὐδὲ γὰρ αὐτή ... μιν ἀνοχλίζουσα θάλασσα ref. al mar en lucha contra un monstruo marino, Opp.H.5.128, ἀνοχλίζων Ἀίδης ὀρφναῖον ὀχῆα Nonn.D.36.202, cf. Hsch.
•fig. τὸν τῆς διανοίας ὀφθαλμόν Cyr.Al.M.73.325C
•en v. med. servir de soporte Paul.Sil.Ambo 110.
2 echar fuera del camino οὐδ' ἄρα μιν τυτθόν περ ἀνώχλισαν ἀντιόωντες A.R.3.1298
•arrancar de raíz τὸ λυποῦν ἀνοχλίζει ξύλον Cyr.Al.M.73.32A.
II intr. en v. med. elevarse οὗτοι τῆς γῆς ἀνοχλίζονταί πως Cyr.Al.M.73.509A.
Greek Monolingual
ἀνοχλίζω (AM)
μσν.
υποστηρίζω
αρχ.
1. ανασηκώνω
2. βγάζω κάποιον από τον δρόμο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οχλίζω «ανακινώ, μετακινώ»].
Russian (Dvoretsky)
ἀνοχλίζω: поднимать ломом или рычагом (λᾶας Anth.).