ἀνουτητί: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνουτητί:''' [ῑ], επίρρ. ([[οὐτάω]]), [[χωρίς]] [[τραύμα]], [[πληγή]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀνουτητί:''' [ῑ], επίρρ. ([[οὐτάω]]), [[χωρίς]] [[τραύμα]], [[πληγή]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνουτητί:''' (ῑ) adv. не нанося ран: οὐδ᾽ οἵ τις ἀ. παρέστη Hom. всякий наносил ему рану.
}}
}}

Revision as of 16:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνουτητί Medium diacritics: ἀνουτητί Low diacritics: ανουτητί Capitals: ΑΝΟΥΤΗΤΙ
Transliteration A: anoutētí Transliteration B: anoutēti Transliteration C: anoutiti Beta Code: a)nouthti/

English (LSJ)

[ῑ], Adv

   A without inflicting a wound, οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371.    II without receiving a wound, Q.S.3.445.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans blessure.
Étymologie: ἀνούτατος.

English (Autenrieth)

without inflicting a wound, Il. 22.371†. See οὐτάω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ]
adv.
1 sin producir herida οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371.
2 sin recibir herida οὐκ ἄν ἀνουτητί γε τεοῦ φύγεν ἔγχεος ὁρμήν Q.S.3.445.

Greek Monolingual

επίρρ. (Α) ουτώ
1. χωρίς να καταφέρει χτύπημα, να τραυματίσει
2. χωρίς να δεχθεί χτύπημα, να τραυματιστεί.

Greek Monotonic

ἀνουτητί: [ῑ], επίρρ. (οὐτάω), χωρίς τραύμα, πληγή, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνουτητί: (ῑ) adv. не нанося ран: οὐδ᾽ οἵ τις ἀ. παρέστη Hom. всякий наносил ему рану.