ἀντικαταλείπω: Difference between revisions
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντικαταλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καταλείπω]] κάποιον στη [[θέση]] άλλου, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀντικαταλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καταλείπω]] κάποιον στη [[θέση]] άλλου, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντικαταλείπω:''' оставлять вместо (кого-л.) (τῆς πόλεως [[φύλακας]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A leave in one's stead, Pl.R.540b, Pyth.Sim.36.
German (Pape)
[Seite 252] in eines andern Stelle hinterlassen, Plat. Rep. VII, 540 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικαταλείπω: καταλείπω τινὰ εἰς τὴν θέσιν ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 540Β.
French (Bailly abrégé)
laisser contre ou à la place de.
Étymologie: ἀντί, καταλείπω.
Spanish (DGE)
dejar en su lugar φύλακας Pl.R.540b, cf. Pythag.Sim.36 (p.502), Origenes Or.29.15.
Greek Monolingual
ἀντικαταλείπω (Α)
αφήνω κάποιον στη θέση άλλου.
Greek Monotonic
ἀντικαταλείπω: μέλ. -ψω, καταλείπω κάποιον στη θέση άλλου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικαταλείπω: оставлять вместо (кого-л.) (τῆς πόλεως φύλακας Plut.).