ἀντισχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντισχυρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρίζομαι]] το αντίθετο<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]] σε [[κάτι]].
|mltxt=[[ἀντισχυρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχυρίζομαι]] το αντίθετο<br /><b>2.</b> [[αντιτίθεμαι]] σε [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντισχῡρίζομαι:''' твердо отстаивать противоположное мнение, не уступать (πρός τινα Plut.): ἀντισχυριζόμενος [[τἀναντία]] [[γιγνώσκω]] Thuc. я решительно убежден в обратном.
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισχῡρίζομαι Medium diacritics: ἀντισχυρίζομαι Low diacritics: αντισχυρίζομαι Capitals: ΑΝΤΙΣΧΥΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antischyrízomai Transliteration B: antischyrizomai Transliteration C: antischyrizomai Beta Code: a)ntisxuri/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A to be stiff in maintaining a contrary opinion, Th.3.44; πρός τι Plu.2.535e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισχῡρίζομαι: μέσ., διισχυρίζομαι τὸ ἐναντίον, Θουκ. 3. 44· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, πρός τι Πλούτ. 2. 535Ε.

French (Bailly abrégé)

persister à soutenir une opinion contraire.
Étymologie: ἀντί, ἰσχυρίζομαι.

Spanish (DGE)

mantenerse firme en la opinión contraria περὶ τοῦ ἐς τὸ μέλλον καλῶς ἔχοντος Th.3.44, πρὸς ἀμφότερα Plu.2.535e.

Greek Monolingual

ἀντισχυρίζομαι (Α)
1. ισχυρίζομαι το αντίθετο
2. αντιτίθεμαι σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντισχῡρίζομαι: твердо отстаивать противоположное мнение, не уступать (πρός τινα Plut.): ἀντισχυριζόμενος τἀναντία γιγνώσκω Thuc. я решительно убежден в обратном.