ἀπέκδυσις: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπέκδῠσις:''' -εως, ἡ, [[απόρριψη]], [[αποβολή]], [[απογύμνωση]] (όπως συμβαίνει με τα ενδύματα), σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀπέκδῠσις:''' -εως, ἡ, [[απόρριψη]], [[αποβολή]], [[απογύμνωση]] (όπως συμβαίνει με τα ενδύματα), σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπέκδῠσις:''' εως ἡ совлечение, снятие NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A putting off (likeclothes), ib.11.
German (Pape)
[Seite 285] ἡ, das Ausziehen, Ablegen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέκδῠσις: -εως, ἡ, ἀπόρριψις, ἀποβολὴ (π. χ. ἐνδύματος), Ἐπιστ. πρὸς Κολασσ. β΄, 11, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se dépouiller de.
Étymologie: ἀπεκδύομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de despojarse, desnudarse ἐν τῇ ἀ. τοῦ σώματος τῆς σαρκός Ep.Col.2.11, ἐν τῇ ἀ. τοῦ παλαιοῦ χιτῶνος Gr.Nyss.Hom.in Cant.372.10.
English (Strong)
from ἀπεκδύομαι; divestment: putting off.
English (Thayer)
ἀπεκδυσεως, ἡ (ἀπεκδύομαι, which see), a putting off, laying aside: Colossians 2:11. (Not found in Greek writings.)
Greek Monotonic
ἀπέκδῠσις: -εως, ἡ, απόρριψη, αποβολή, απογύμνωση (όπως συμβαίνει με τα ενδύματα), σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀπέκδῠσις: εως ἡ совлечение, снятие NT.