ἀρτιθαλής: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιθᾰλής:''' -ές ([[θάλλω]]), αυτός που [[μόλις]] άνθισε ή βλάστησε, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀρτιθᾰλής:''' -ές ([[θάλλω]]), αυτός που [[μόλις]] άνθισε ή βλάστησε, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτιθᾰλής:''' недавно расцветший, т. е. свежий ([[στέφανος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιθᾰλής Medium diacritics: ἀρτιθαλής Low diacritics: αρτιθαλής Capitals: ΑΡΤΙΘΑΛΗΣ
Transliteration A: artithalḗs Transliteration B: artithalēs Transliteration C: artithalis Beta Code: a)rtiqalh/s

English (LSJ)

ές,

   A just budding or blooming, AP5.197 (Mel.); ἐλπίδες Epigr.Gr.348 (Cius); of persons, Nonn.D.3.312,al.

German (Pape)

[Seite 362] στέφανος, eben aufblühend, Mel. 65 (V, 198); übertr., κοῦρος Nonn. D. 9, 201.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιθᾰλής: -ές, μόλις βλαστάνων ἢ ἀνθῶν, Ἀνθ. Π. 5. 198· ἐλπίδες Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 348.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
frais éclos.
Étymologie: ἄρτι, θάλλω.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐθᾰλής) -ές
I 1recién florecido στέφανοι AP 5.198 (Mel.), κῆπος Nonn.D.2.78.
II 1fig. de pers. en la flor de la edad ἄλοχος IUrb.Rom.1184 (II d.C.), κούρη Nonn.D.14.161, cf. 10.249, Par.Eu.Io.9.21
de anim. tierno νεβρός Nonn.D.11.85.
2 de abstr. apenas florecido ἐλπίδες IKios 88.2 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἀρτιθαλής, -ές (AM)
αυτός που τώρα μόλις πετάει βλαστάρια ή άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -θαλής < θάλλω (πρβλ. αειθαλής, αμφιθαλής)].

Greek Monotonic

ἀρτιθᾰλής: -ές (θάλλω), αυτός που μόλις άνθισε ή βλάστησε, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιθᾰλής: недавно расцветший, т. е. свежий (στέφανος Anth.).