ἀρχέλαος: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρχέλᾱος:''' -ον, αυτός που οδηγεί το [[πλήθος]], [[ηγέτης]], [[αρχηγός]], σε Αισχύλ.· συνηρ. ἀρχέλᾱς, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀρχέλᾱος:''' -ον, αυτός που οδηγεί το [[πλήθος]], [[ηγέτης]], [[αρχηγός]], σε Αισχύλ.· συνηρ. ἀρχέλᾱς, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρχέλᾱος:''' стяж. [[ἀρχέλας|ἀρχέλᾱς]] ὁ вождь народа Aesch., Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A leading the people, chief, A.Pers.297 (in Ion. form ἀρχελείων for -ληῶν); contr. ἀρχέλᾱς Ar.Eq.164.
German (Pape)
[Seite 365] att. ἀρχέλεως, auch ἀρχέλας, Ar. Equ. 164, volkbeherrschend, der Erste im Volk, Aesch. Pers. 289, wo vor Blomfield ἀρχέλειος f. L. war; vgl. Her. 5, 68 u. N. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχέλᾱος: -ον, ἡγεμὼν λαῶν, ἀρχηγός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 297· συνῃρ. ἀρχέλᾱς Ἀριστοφ. Ἱππ. 164. 2) συχν. ὡς κύρ. ὄνομα, ὡσαύτ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ Ἀρχέλεως, ω, Σοφ. παρ’ Ἡφαιστ. σ. 8, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui commande au peuple, chef du peuple.
Étymologie: ἄρχω, λαός.
Spanish (DGE)
(ἀρχέλᾱος) -ου, ὁ
• Alolema(s): contr. ἀρχέλᾱς Ar.Eq.164, Hsch.
guía del pueblo, soberano A.Pers.297, Ar.l.c., ἀρχέλας· τὸν ἐπιστάτην τοῦ Λυκείου παρὰ τὴν ἀρχὴν οὕτως ὠνόμασεν. ἔνιοι δὲ τὸν ἄρχοντα τοῦ λαοῦ θέλουσιν ἀκούειν Hsch.
Greek Monolingual
ἀρχέλαος, -ον (Α)
ο αρχηγός ή ο ηγεμόνας λαών.
Greek Monotonic
ἀρχέλᾱος: -ον, αυτός που οδηγεί το πλήθος, ηγέτης, αρχηγός, σε Αισχύλ.· συνηρ. ἀρχέλᾱς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχέλᾱος: стяж. ἀρχέλᾱς ὁ вождь народа Aesch., Arph.