ἀποφοιβάζω: Difference between revisions
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποφοιβάζω]] (AM) [[φοιβάζω]]<br /><b>1.</b> [[απαγγέλλω]] χρησμούς, [[χρησμοδοτώ]]<br /><b>2.</b> [[απαγγέλλω]] με στόμφο. | |mltxt=[[ἀποφοιβάζω]] (AM) [[φοιβάζω]]<br /><b>1.</b> [[απαγγέλλω]] χρησμούς, [[χρησμοδοτώ]]<br /><b>2.</b> [[απαγγέλλω]] με στόμφο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποφοιβάζω:''' прорицать Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A utter by inspiration, ποιήματα ὥσπερ ἀ. Str.14.5.15; foretell, τὰ μέλλοντα D.S.34.2; τὸν λόγον Id.31.10; ταῦτα περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Plb.29.21.7.
German (Pape)
[Seite 335] 1) reinigen, erhellen, Suid. – 2) wahrsagen, Strab. 14 p. 675.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφοιβάζω: χρησμῳδῶ, μαντεύομαι, ταῦτα Δημήτριος, ὡσανεὶ θείῳ τινὶ στόματι περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Πολύβ. 29. 6, 4· προφέρω, ἀπαγγέλλω μετ’ ἐμπνεύσεως, ὁ Διογένης ποιήματα ὥσπερ ἀπεφοίβαζε Στράβ. 675.
Spanish (DGE)
1 componer inspiradamente ποιήματα Str.14.5.15, λόγον D.S.31.10.
2 predecir τὰ μέλλοντα D.S.34.2, cf. Plb.29.21.7, χρησμούς Sch.Theoc.15.63
•abs. ὑπό τινι θειοτέρᾳ ἐπιπνοίᾳ ἀποφοιβάσαι Gr.Thaum.Pan.Or.5.62.
Greek Monolingual
ἀποφοιβάζω (AM) φοιβάζω
1. απαγγέλλω χρησμούς, χρησμοδοτώ
2. απαγγέλλω με στόμφο.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφοιβάζω: прорицать Diod.