ἀσιγησία: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσιγησία]], η (Α) [[ασίγητος]]<br />το να μη σιωπά [[κανείς]], η [[αδυναμία]] κάποιου να παραμείνει για λίγο [[σιωπηλός]]. | |mltxt=[[ἀσιγησία]], η (Α) [[ασίγητος]]<br />το να μη σιωπά [[κανείς]], η [[αδυναμία]] κάποιου να παραμείνει για λίγο [[σιωπηλός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσῑγησία:''' ἡ неумение молчать, болтливость Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A inability to keep silence, Plu.2.502c.
German (Pape)
[Seite 370] ἡ, das Nichtschweigen, Plut. garrul. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσῑγησία: ἡ, τὸ μὴ σιγᾶν, πολυλογία, καὶ τοῦτο ἔχει πρῶτον κακὸν ἡ ἀσιγησία τὴν ἀνηκοΐαν Πλούτ. 2. 502C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impuissance à se taire.
Étymologie: ἀ, σιγάω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ incapacidad de estar callado κακὸν ἡ ἀ. Plu.2.502c.
Greek Monolingual
ἀσιγησία, η (Α) ασίγητος
το να μη σιωπά κανείς, η αδυναμία κάποιου να παραμείνει για λίγο σιωπηλός.
Russian (Dvoretsky)
ἀσῑγησία: ἡ неумение молчать, болтливость Plut.