αὔχησις: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὔχησις:''' -εως, ἡ ([[αὐχέω]]), [[καυχησιολογία]], θριαμβολογία, σε Θουκ. | |lsmtext='''αὔχησις:''' -εως, ἡ ([[αὐχέω]]), [[καυχησιολογία]], θριαμβολογία, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὔχησις:''' εως ἡ хвастовство, похвальба Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, (αὐχέω)
A boasting, exultation, Th.6.16; cf. αὐχῆτις (sic)· σεμνότης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 405] ἡ, Großprahlerei, Thuc. 6, 16.
Greek (Liddell-Scott)
αὔχησις: -εως, ἡ, (αὐχέω) καύχημα, ἀφορμὴ πρὸς τὸ ἐπαίρεσθαι καὶ κομπάζειν, Θουκ. 6. 16.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
jactance, orgueil.
Étymologie: αὐχέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
orgullo, jactancia αὔχησιν ... ὡς ... καλὰ πραξάντων Th.6.16, cf. Aq.Pr.4.9, αὔχησις· σεμνότης Hsch.
Greek Monolingual
αὔχησις, η (Α) αυχώ
καύχηση, κομπασμός.
Greek Monotonic
αὔχησις: -εως, ἡ (αὐχέω), καυχησιολογία, θριαμβολογία, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὔχησις: εως ἡ хвастовство, похвальба Thuc.