αὔχησις
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
-εως, ἡ, (αὐχέω) boasting, exultation, Th.6.16; cf. αὐχῆτις (sic)· σεμνότης, Hsch.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
orgullo, jactancia αὔχησιν ... ὡς ... καλὰ πραξάντων Th.6.16, cf. Aq.Pr.4.9, αὔχησις· σεμνότης Hsch.
German (Pape)
[Seite 405] ἡ, Großprahlerei, Thuc. 6, 16.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
jactance, orgueil.
Étymologie: αὐχέω.
Russian (Dvoretsky)
αὔχησις: εως ἡ хвастовство, похвальба Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
αὔχησις: -εως, ἡ, (αὐχέω) καύχημα, ἀφορμὴ πρὸς τὸ ἐπαίρεσθαι καὶ κομπάζειν, Θουκ. 6. 16.
Greek Monolingual
αὔχησις, η (Α) αυχώ
καύχηση, κομπασμός.
Greek Monotonic
αὔχησις: -εως, ἡ (αὐχέω), καυχησιολογία, θριαμβολογία, σε Θουκ.
Middle Liddell
αὐχέω
boasting, exultation, Thuc.
Translations
boasting
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, καυχησιολογία, καύχος, κομπασμός, λεονταρισμοί, μεγάλα λόγια, μεγαλαυχία, μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία, μεγαλοστομίες, ξιπασιά, στόμφος, υπερβολές, φανφαρονισμός; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κόμπασμα, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel