αὔχησις

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔχησις Medium diacritics: αὔχησις Low diacritics: αύχησις Capitals: ΑΥΧΗΣΙΣ
Transliteration A: aúchēsis Transliteration B: auchēsis Transliteration C: aychisis Beta Code: au)/xhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (αὐχέω) boasting, exultation, Th.6.16; cf. αὐχῆτις (sic)· σεμνότης, Hsch.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
orgullo, jactancia αὔχησιν ... ὡς ... καλὰ πραξάντων Th.6.16, cf. Aq.Pr.4.9, αὔχησις· σεμνότης Hsch.

German (Pape)

[Seite 405] ἡ, Großprahlerei, Thuc. 6, 16.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
jactance, orgueil.
Étymologie: αὐχέω.

Russian (Dvoretsky)

αὔχησις: εως ἡ хвастовство, похвальба Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

αὔχησις: -εως, ἡ, (αὐχέω) καύχημα, ἀφορμὴ πρὸς τὸ ἐπαίρεσθαι καὶ κομπάζειν, Θουκ. 6. 16.

Greek Monolingual

αὔχησις, η (Α) αυχώ
καύχηση, κομπασμός.

Greek Monotonic

αὔχησις: -εως, ἡ (αὐχέω), καυχησιολογία, θριαμβολογία, σε Θουκ.

Middle Liddell

αὐχέω
boasting, exultation, Thuc.

Translations