αὐτόφορτος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόφορτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει το δικό του φορτίο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που είναι μαζί με το φορτίο, [[ναῦς]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''αὐτόφορτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει το δικό του φορτίο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που είναι μαζί με το φορτίο, [[ναῦς]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόφορτος:''' <b class="num">1)</b> несущий сам, нагруженный (στείχων αὐ. τινι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> вместе со всем грузом (ὁλκάδες Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόφορτος Medium diacritics: αὐτόφορτος Low diacritics: αυτόφορτος Capitals: ΑΥΤΟΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: autóphortos Transliteration B: autophortos Transliteration C: aftofortos Beta Code: au)to/fortos

English (LSJ)

ον,

   A travelling with one's own cargo, S.Fr.251; dub.sense in bearing one's own baggage, A.Ch.675, Cratin.248.    II cargo and all, ὁλκάδες Plu.Aem.9, cf. 2.467d.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόφορτος: -ον, ὁ τὸ ἑαυτοῦ φορτίον φέρων, αὐτοδιάκονος, Αἰσχύλ. Χο. 675, Σοφ. Ἀποσπ. 250, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Χείρωνι» 20. ΙΙ. σύν αὐτῷ τῷ φορτίῳ ναῦς Πλουτ. Αἰμίλ. 9., 2. 467D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui porte lui-même (càd sans serviteurs) sa charge;
2 avec la cargaison même.
Étymologie: αὐτός, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
cargado con su propio bagaje de pers. στείχοντα δ' αὐτόφορτον οἰκείᾳ σαγῇ ἐς Ἄργος A.Ch.675, cf. S.Fr.251, Cratin.266
de naves con todo su cargamento ὁλκάδες Plu.Aem.9, cf. 2.467d.

Greek Monolingual

αὐτόφορτος, -ον (AM) φόρτος
(για πλοίο) μαζί με το φορτίο
αρχ.
αυτός που σηκώνει μόνος το φορτίο του.

Greek Monotonic

αὐτόφορτος: -ον, I. αυτός που μεταφέρει το δικό του φορτίο, σε Αισχύλ.
II. αυτός που είναι μαζί με το φορτίο, ναῦς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόφορτος: 1) несущий сам, нагруженный (στείχων αὐ. τινι Aesch.);
2) вместе со всем грузом (ὁλκάδες Plut.).