ἀταραξία: Difference between revisions
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀταραξία]]) [[ατάρακτος]]<br />[[μέτρο]] συμπεριφοράς, [[συμμετρία]], [[έλλειψη]] ταραχής και θαυμασμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] ταραχής, η [[ηρεμία]]<br /><b>2.</b> <b>(νευρολ.)</b> [[ηρεμία]] που οφείλεται σε [[έλλειψη]] νευροψυχικών αντιδράσεων. | |mltxt=η (AM [[ἀταραξία]]) [[ατάρακτος]]<br />[[μέτρο]] συμπεριφοράς, [[συμμετρία]], [[έλλειψη]] ταραχής και θαυμασμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] ταραχής, η [[ηρεμία]]<br /><b>2.</b> <b>(νευρολ.)</b> [[ηρεμία]] που οφείλεται σε [[έλλειψη]] νευροψυχικών αντιδράσεων. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτᾰραξία:''' ἡ невозмутимость, хладнокровие, спокойствие Dem., Plut., Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A impassiveness, calmness, Democr. ap. Stob.2.7.3i, Hp.Ep.12, Epicur.Ep.1p.30U., Phld.Oec.p.63 J., Cic.Fam.15.19.2, Hero Bel.71.2, Plu.2.101b, Plot. 1.4.1, etc.; prob. f.l. for ἀταξία in Hp.Praec.14.
German (Pape)
[Seite 383] ἡ, Leidenschaftslosigkeit, Gemüthsruhe, Hippocr.; Epicur. bei D. L. 10, 82; Herodian. 2, 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτᾰραξία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀπάθεια, ψυχρότης, ἠρεμία, Δημόκρ. σ. 416 Mullach., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 82, Πλούτ. 2. 101Β, κτλ.· ἐπί ἀσθενείας ἀντίθετον τῷ ταραχή, Ἱππ. 28. 45.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
absence de trouble, calme, tranquillité d’âme.
Étymologie: ἀ, ταράσσω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hp.Ep.12, Praec.14, Aret.CA 2.2.2
1 fil. ausencia de turbación, tranquilidad de ánimo τὴν δ' <εὐδαιμονίαν> ... συμμετρίαν καὶ ἀταραξίαν καλεῖ Stob.2.7.3i (= Democr.A 167), ἀταραξίης ἐπιθυμίῃ Hp.Ep.12, ἡ μὲν γὰρ ἀταραξία καὶ <ἡ> ἀπονία καταστηματικαί εἰσιν ἡδοναί Epicur.Fr.[7] 2, cf. Ep.[2].82, Perict.p.144, Polystr.Contempt.21.4, LXX 4Ma.8.26, Phld.Oec.p.63, Plu.2.101b, M.Ant.9.31, Diog.Oen.2.1.11, Plot.1.4.1, Arr.Epict.3.26.13, Cic.Fam.15.19.2, Hero Bel.71.2, S.E.P.1.29, Clem.Al.Strom.4.7.55, Paed.2.7.58, Gr.Naz.M.37.388A, Gr.Nyss.Hom.in Cant.103.4, Cyr.Al.M.69.928C
•gener. ψυχῆς ἀταραξία Aret.l.c.
2 medic. quietud, situación estacionaria νούσου Hp.Praec.14.
Greek Monolingual
η (AM ἀταραξία) ατάρακτος
μέτρο συμπεριφοράς, συμμετρία, έλλειψη ταραχής και θαυμασμού
νεοελλ.
1. η έλλειψη ταραχής, η ηρεμία
2. (νευρολ.) ηρεμία που οφείλεται σε έλλειψη νευροψυχικών αντιδράσεων.
Russian (Dvoretsky)
ἀτᾰραξία: ἡ невозмутимость, хладнокровие, спокойствие Dem., Plut., Diog. L.