ἀτταγήν: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτταγήν:''' -ῆνος, ὁ, [[πτηνό]], πιθ. είδος αγριόγαλου, Λατ. [[attagen]] [[Ionicus]], σε Οράτ.
|lsmtext='''ἀτταγήν:''' -ῆνος, ὁ, [[πτηνό]], πιθ. είδος αγριόγαλου, Λατ. [[attagen]] [[Ionicus]], σε Οράτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀττᾰγήν:''' ῆνος ὁ зоол. предполож. франколин (Tetrao bonasia) Arst.
}}
}}

Revision as of 17:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀττᾰγήν Medium diacritics: ἀτταγήν Low diacritics: ατταγήν Capitals: ΑΤΤΑΓΗΝ
Transliteration A: attagḗn Transliteration B: attagēn Transliteration C: attagin Beta Code: a)ttagh/n

English (LSJ)

ῆνος, ὁ,

   A = ἀτταγᾶς, Phoenicid.2.5, Arist.HA617b25, 633b1, Thphr.Fr.180.

German (Pape)

[Seite 389] ῆνος, ὁ, dasselbe, com. Ath. XIV, 652 d; Arist. H. A. 10, 36, von Atticisten verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτταγήν: ῆνος, ὁ, πτηνὸν κατὰ τὸ φαινόμενον διάφορον τοῦ ἀτταγᾶ, πιθ. εἶδος μελεαγρίδος, tetrao orientalis, Φοινικίδης ἐν «Μισουμένῃ» 1. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 26· τάσσεται μετὰ τῶν κονιστικῶν ὀρνίθων, τῶν ὀρνίθων... ὅσοι μὲν μὴ πτητικοί, ἀλλ’ ἐπίγειοι, κονιστικοί, οἷον ἀλεκτορίς, πέρδιξ, ἀτταγήν..., φασιανὸς ὁ αὐτ. 9. 50 ἐν τέλει· attagen Ionicus, περιζήτητον λίχνευμα παρὰ Ρωμαίοις, Ὁράτ. Ἐπῳδ. 2. 54, πρβλ. Μαρτιάλιν 13. 61: ― ὑποκορ. ἀτταγηνάριον, τό, Χοιροβ. 1. 43.

French (Bailly abrégé)

ῆνος (ὁ) :
francolin (attagen Ionicus), oiseau.
Étymologie: c. ἀτταγᾶς.

Spanish (DGE)

v. ἀτταγᾶς.

Greek Monotonic

ἀτταγήν: -ῆνος, ὁ, πτηνό, πιθ. είδος αγριόγαλου, Λατ. attagen Ionicus, σε Οράτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀττᾰγήν: ῆνος ὁ зоол. предполож. франколин (Tetrao bonasia) Arst.