ἀρτίπους: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρτίπους:''' ὁ, ἡ, γεν. <i>-ποδός</i>· Επικ. ονομ. [[ἀρτίπος]] ([[ἄρτιος]], [[πούς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ισχυρός]] στα πόδια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· γενικά, [[δυνατός]] ή [[ταχύς]] στα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ἄρτι]], [[πούς]]) αυτός που έρχεται τον κατάλληλο καιρό, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀρτίπους:''' ὁ, ἡ, γεν. <i>-ποδός</i>· Επικ. ονομ. [[ἀρτίπος]] ([[ἄρτιος]], [[πούς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ισχυρός]] στα πόδια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· γενικά, [[δυνατός]] ή [[ταχύς]] στα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ἄρτι]], [[πούς]]) αυτός που έρχεται τον κατάλληλο καιρό, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρτίπους:''' ποδος, эп. nom. [[ἀρτίπος]] adj.<br /><b class="num">1)</b> крепкий ногами, имеющий здоровые ноги Hom., Her., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> быстроногий, проворный Hom., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> только что или как раз пришедший (ἀ. θρῴσκει δόμους Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος: Ep. nom. ἀρτίπος: I (ἄρτιος, πούς) sound of foot, ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος, opp. χωλός, Od.8.31c, cf. Hdt.3.130, Them.Or.21.255c. 2 generally, strong or swift of foot, ἡ δ' Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος Il.9.505; ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Pl.Lg.795d. II (ἄρτι, πούς) coming just in time, S.Tr.58.
German (Pape)
[Seite 362] οδος, 1) von vollkommen gefunden Füßen, gut zu Fuß, dem χωλός entggstzt, Her. 4, 161; Plat. Legg. VII, 795 d; Luc. Tim. 25. – 2) eben angekommen, Soph. Tr. 58; oder flink, vgl. Il. 9, 505.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. ποδος· Ἐπ. ὀνομ. ἀρτίπος. Ι. (ἄρτιος, ποὺς) ὁ «ἄρτιος τοῖς ποσί, ὑγιόπους» (Ἡσύχ.), ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος· ἀντιθέτως πρὸς τὸ χωλὸς (ὅπερ ἀπαντᾷ δύο στίχους ἀνωτέρω) Ὀδ. Θ. 310, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 130., 4. 161. 2) καθόλου, ἰσχυρός, ἢ ταχὺς τοὺς πόδας, ἡ δ’ Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος Ἰλ. Ι. 505· ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Πλάτ. Νόμ. 795. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄρτι, ποὺς) = ὁ ἐν καιρῷ καταλλήλῳ ἐρχόμενος, ἀρτίπους θρῴσκει δόμους, «ἀρτίως καὶ ἡρμοσμένως τῷ καιρῷ πορεύεται» (Σχόλ.), Σοφ. Τραχ. 58.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
1 aux jambes litt. aux pieds bien proportionnés;
2 agile;
3 nouvellement arrivé.
Étymologie: ἄρτι, πούς.
Spanish (DGE)
-ποδος
• Alolema(s): ép. y epigr. -πος Il.9.505, Od.8.310, AP 5.287.4
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [ac. -πουν Hdt.3.130, -πον Nonn.D.5.142]
1 perfectamente conformado de pies, sano de pies op. a ‘cojo’ ὁ μὲν (Ares) κακός τε καὶ ἀ., αὐτὰρ ἐγώ γε (Hefesto) ἠπεδανὸς γενόμην Od.8.310, cf. Hdt.4.161, D.S.3.7, Them.Or.21.255c, Nonn.D.5.142, οὐδαμὰ ἔτι ἐλπίζοντα ἀρτίπουν ἔσεσθαι desesperando de volver a tener el pie sano Hdt.3.130
•de un gallo, Ael.Fr.98
•gener. sano, físicamente íntegro κούρη AP l.c., cf. 9.644.5 (Agath.).
2 presto, pronto de pies de Ate Il.l.c., αὐτὸς ἀ. θρῷσκε δόμους S.Tr.58, ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Pl.Lg.795d, cf. Orác. en Plu.2.399b.
Greek Monolingual
ἀρτίπους (-οδος), ο, η (Α)
1. αυτός που είναι υγιής στα πόδια
2. ο ισχυρός ή ο γρήγορος στα πόδια
3. αυτός που έρχεται σε κατάλληλη ώρα.
Greek Monotonic
ἀρτίπους: ὁ, ἡ, γεν. -ποδός· Επικ. ονομ. ἀρτίπος (ἄρτιος, πούς)·
I. ισχυρός στα πόδια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· γενικά, δυνατός ή ταχύς στα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (ἄρτι, πούς) αυτός που έρχεται τον κατάλληλο καιρό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίπους: ποδος, эп. nom. ἀρτίπος adj.
1) крепкий ногами, имеющий здоровые ноги Hom., Her., Plut., Luc.;
2) быстроногий, проворный Hom., Plat.;
3) только что или как раз пришедший (ἀ. θρῴσκει δόμους Soph.).