βαθύκληρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαθύκληρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που έχει πλούσια, εύφορα κτήματα<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) [[εύφορος]].
|mltxt=[[βαθύκληρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που έχει πλούσια, εύφορα κτήματα<br /><b>2.</b> (για [[περιοχή]]) [[εύφορος]].
}}
{{elru
|elrutext='''βαθύκληρος:''' богатый угодьями, многоземельный (πατέρες Hom.).
}}
}}

Revision as of 17:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠκληρος Medium diacritics: βαθύκληρος Low diacritics: βαθύκληρος Capitals: ΒΑΘΥΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: bathýklēros Transliteration B: bathyklēros Transliteration C: vathykliros Beta Code: baqu/klhros

English (LSJ)

ον,

   A with rich lands, of persons, Hom.Epigr.16.    II very rich, of land, Coluth.218, Man.3.239.

German (Pape)

[Seite 424] hochbegütert, Hom. ep. 17; Man. 3, 239; χθών Coluth. 218; mit großen Landgütern, Her. v. Hom. 35.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύκληρος: -ον, ὁ πλουσίας, εὐφόρους ἔχων χώρας, ἐπὶ προσώπων, πολυκτήμων, Ἐπ. Ὁμ. 16. ΙΙ. βαθύπλουτος, εὔφορος ἐπὶ γῆς, Κόλουθ. 214 (218), Μανέθ. 3. 229.

Spanish (DGE)

(βᾰθύκληρος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de fértiles heredades, de segura opulencia πατέρες epigr. en Vit.Hom.Sud.p.530.23, Αἴγυπτος IG 12(1).33.1 (III a.C.), de la tierra, Man.3.239, Colluth.218.

Greek Monolingual

βαθύκληρος, -ον (Α)
1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει πλούσια, εύφορα κτήματα
2. (για περιοχή) εύφορος.

Russian (Dvoretsky)

βαθύκληρος: богатый угодьями, многоземельный (πατέρες Hom.).