βόλομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βόλομαι:''' Επικ. [[τύπος]] του [[βούλομαι]], σε Όμηρ.· παρατ. <i>ἐβολλόμαν</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''βόλομαι:''' Επικ. [[τύπος]] του [[βούλομαι]], σε Όμηρ.· παρατ. <i>ἐβολλόμαν</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βόλομαι:''' эп. = [[βούλομαι]].
}}
}}

Revision as of 17:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόλομαι Medium diacritics: βόλομαι Low diacritics: βόλομαι Capitals: ΒΟΛΟΜΑΙ
Transliteration A: bólomai Transliteration B: bolomai Transliteration C: volomai Beta Code: bo/lomai

English (LSJ)

Ep., Ion. (IG12(9).189.31 (Eretria, iv B. C.)), Arc. (ib.5 (2).3.9 (Tegea, iv B. C.)),

   A = βούλομαι, Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος Il.11.319; εἰ . . βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν κτλ. Od.16.387; νῦν δ' ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί (vulg. ἐβάλοντο) 1.234, cf. A.R.1.262; εἴ τι βόλεστε (2pl.) SIG1259.5 (iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 452] poet. = βούλομαι; βόλεται Il. 11, 319: βόλεσθε Od. 16, 387; ἐβόλοντο Od. 1, 234. Vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 319 ἡ διπλῆ, ὅτι βόλεται ἀντὶ τοῦ βούλεται.

Greek (Liddell-Scott)

βόλομαι: βούλομαι, Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος Ἰλ. Λ. 319· εἰ . . .βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν Ὀδ. Π. 387· νῦν δ’ ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί (κοινῶς ἐβάλοντο), Α. 234· ὡσαύτως παρατ. ἐβολλόμαν Θεόκρ. 28. 15. Ἴδε Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. βούλομαι 8.

French (Bailly abrégé)

poét. c. βούλομαι.

English (Autenrieth)

(βόλεται, βόλεσθε, ἐβόλοντο): will, wish, prefer; Τρώεσσι δὲ βούλετο νῖκήν, Il. 7.21, etc.; often with foll. ἤ, βούλομ' ἐγὼ λᾶὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι, Il. 1.117.
see βούλομαι.

Spanish (DGE)

v. βούλομαι.

Greek Monolingual

βόλομαι (Α)
βούλομαι.

Greek Monotonic

βόλομαι: Επικ. τύπος του βούλομαι, σε Όμηρ.· παρατ. ἐβολλόμαν, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βόλομαι: эп. = βούλομαι.