βαρύσταθμος: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰρύσταθμος:''' -ον, αυτός που ζυγίζει [[βαριά]], [[βαρύς]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''βᾰρύσταθμος:''' -ον, αυτός που ζυγίζει [[βαριά]], [[βαρύς]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρύσταθμος:''' тяжеловесный, тяжелый Arph., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A weighing heavy, Ar.Ra.1397, Canthar.2, Arist.EN1142a22; νόμισμα Plu.Lys.17.
German (Pape)
[Seite 435] schwer wiegend, Ar. Ran. 1393; ὕδατα Arist. Eth. 6, 8; νόμισμα Plut. Lys. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pèse lourdement, lourd, pesant.
Étymologie: βαρύς, στάθμη.
Spanish (DGE)
(βᾰρύσταθμος) -ον
muy pesado ἕτερον ... ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων Ar.Ra.1397, πράγματα Ar.Fr.415, cf. Canthar.2, ὕδατα Arist.EN 1142a22, νόμισμα Plu.Lys.17
•neutr. subst. τὸ βαρύσταθμον la pesadez τοῦ πεπέρεως Gal.14.75.
Greek Monolingual
βαρύσταθμος, -ον (Α)
αυτός που βαραίνει στο ζύγι, βαρύς.
Greek Monotonic
βᾰρύσταθμος: -ον, αυτός που ζυγίζει βαριά, βαρύς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βαρύσταθμος: тяжеловесный, тяжелый Arph., Arst., Plut.