βραχύπορος: Difference between revisions
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
(3) |
(1b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρᾰχύπορος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει μικρό [[πέρασμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει στενό, σύντομο [[άνοιγμα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''βρᾰχύπορος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει μικρό [[πέρασμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει στενό, σύντομο [[άνοιγμα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βραχύπορος:''' <b class="num">1)</b> совершающий недальний путь, т. е. недолгий, кратковременный (περιφοραί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> узкий, тесный (χαλεπὴ καὶ β. [[εἴσπλους]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 462] mit kurzem Wege, Plat. Rep. VIII. 546 a; εἴσπλους Plut. Mar. 15; ὄρνις, nicht weit fliegend, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύπορος: -ον, βραχὺ ἔχων πέρασμα, Πλάτ. Πολ. 546A· οἱ βρ. ὄρνιθες, ὁ μὴ ἱπτάμενος μακράν, βραχεῖαν ἔχων πτῆσιν, Φιλόστρ. 134· -ῥῆμ. –πορέω, κάμνω βραχεῖαν ὁδόν, διαβαίνω μικρὸν πέρασμα, Εὐστ. Πονημάτ. 274. 94. 2) ὁ ἔχων βραχὺ πέρασμα, σύντομον ἄνοιγμα, εἴσπλους Πλούτ. Μαρ. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont le passage est court;
2 dans une passe étroite.
Étymologie: βραχύς, πόρος.
Spanish (DGE)
-ον
de corto recorrido περιτροπαὶ ... κύκλων Pl.R.546a, de la órbita de los planetas, Procl.Hyp.1.24
•de corto vuelo οἱ βραχύποροι ὄρνιθες Philostr.VA 3.48.
Greek Monotonic
βρᾰχύπορος: -ον, 1. αυτός που έχει μικρό πέρασμα, σε Πλάτ.
2. αυτός που έχει στενό, σύντομο άνοιγμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βραχύπορος: 1) совершающий недальний путь, т. е. недолгий, кратковременный (περιφοραί Plat.);
2) узкий, тесный (χαλεπὴ καὶ β. εἴσπλους Plut.).