γναθμός: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γναθμός:''' ὁ, [[σαγόνι]], ποιητ. [[τύπος]] του [[γνάθος]], σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>γναθμοὶ φαρμάκων</i>, το «[[δάγκωμα]]» του δηλητηρίου, σε Ευρ.· για το <i>ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν</i>, βλ. [[ἀλλότριος]]. | |lsmtext='''γναθμός:''' ὁ, [[σαγόνι]], ποιητ. [[τύπος]] του [[γνάθος]], σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., <i>γναθμοὶ φαρμάκων</i>, το «[[δάγκωμα]]» του δηλητηρίου, σε Ευρ.· για το <i>ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν</i>, βλ. [[ἀλλότριος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γναθμός:''' ὁ Hom., Eur. = [[γνάθος]] 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A jaw, poet. form of sq., Il.17.617, al.: also in pl., Od. 18.29; γναθμοῖς ἀδήλοις φαρμάκων E.Med.1201; for ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν, v. ἀλλότριος; also γναθμόν· τομώτατον καὶ αἱρετικώτατον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
γναθμός: ὁ, ἡ σιαγών· ποιητ. τύπος τοῦ γνάθος, Ὅμ.· ὡσαύτως κατὰ πληθ., Ὀδ. Σ. 29· γναθμοῖς ἀδήλοις φαρμάκων Εὐρ. Μηδ. 1201· περὶ τοῦ ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν, ἴδε ἐν λ. ἀλλότριος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
mâchoire (poét. c. γνάθος).
English (Autenrieth)
jaw, cheek; for Od. 20.347, see ἀλλότριος.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 mandíbula τὸν βάλ' ὑπὸ γναθμοῖο καὶ οὔατος Il.13.671, παραστὰς γναθμὸν δεξιτερόν Il.16.405, en plu. γναθμοὶ δὲ τάνυσθεν Od.16.175, πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι Od.18.29
•fig. οἱ δ' ἤδη γναθμοῖσι γελώων ἀλλοτρίοισιν reían ya con mandíbulas ajenas, e.e. con risa forzada, Od.20.347.
2 el mandíbulas n. dado por los pescadores al esturión, Euthydemus SHell.455.
Greek Monolingual
γναθμός, ο (Α)
σαγόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλληλο τ. του γνάθος και απαντά στην ποίηση. Ανάγεται σε IE gon∂dh- < ĝenu- «πιγούνι» + επίθημα -μος, πιθ. αναλογικά προς τα λαιμός, βρεχμός, οφθαλμός].
Greek Monotonic
γναθμός: ὁ, σαγόνι, ποιητ. τύπος του γνάθος, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., γναθμοὶ φαρμάκων, το «δάγκωμα» του δηλητηρίου, σε Ευρ.· για το ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι γελᾶν, βλ. ἀλλότριος.
Russian (Dvoretsky)
γναθμός: ὁ Hom., Eur. = γνάθος 1.