γυιοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γυιοβόρος:''' -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει τα [[μέλη]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''γυιοβόρος:''' -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει τα [[μέλη]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γυιοβόρος:''' пожирающий члены, изнуряющий (μελεδῶναι Hes.; [[λιμός]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 18:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοβόρος Medium diacritics: γυιοβόρος Low diacritics: γυιοβόρος Capitals: ΓΥΙΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: gyiobóros Transliteration B: guioboros Transliteration C: gyiovoros Beta Code: guiobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A gnawing the limbs, eating, μελεδῶναι (v.l. γυιοκόρος, dub. sens.) Hes.Op.66; πῦρ AP9.443 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 508] Glieder fressend, abzehrend, μελεδῶναι Hes. O. 66; Sp., λιμός, φροντίς, Paul. Sil. 7. 10 (V, 255. 264).

Greek (Liddell-Scott)

γυιοβόρος: -ον, ὁ τὰ μέλη καταβιβρώσκων, μελεδῶναι (διάφ· γραφ. γυιοκόρος, μετ᾿ ἀμφιβόλου σημασίας), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 66· πῦρ Ἀνθ. Π. 9. 443.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore les membres.
Étymologie: γυῖον, βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ον
que devora los miembros μύωψ Nonn.D.3.273, ἑλίκαι Nonn.D.9.264, σπινθήρ Nonn.D.48.59, νοῦσοι Nonn.Par.Eu.Io.3.14, μάστιξ Nonn.Par.Eu.Io.11.3
fig. μελεδῶναι Hes.Op.66, cf. Opp.H.1.302, esp. ref. al amor βέλη AP 5.234 (Paul.Sil.), cf. 255.11, φροντίς AP 5.264 (Paul.Sil.), πῦρ AP 9.443 (Paul.Sil.).

Greek Monolingual

γυιοβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -βόρος (βλ. λ. βορά) (πρβλ. αιμοβόρος, κουροβόρος, κρεοβόρος)].

Greek Monotonic

γυιοβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει τα μέλη, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

γυιοβόρος: пожирающий члены, изнуряющий (μελεδῶναι Hes.; λιμός Anth.).