δεινολογέομαι: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεινολογέομαι:''' ([[λέγω]]), αποθ., [[παραπονιέμαι]] μεγαλόφωνα, [[ελεεινολογώ]] τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''δεινολογέομαι:''' ([[λέγω]]), αποθ., [[παραπονιέμαι]] μεγαλόφωνα, [[ελεεινολογώ]] τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεινολογέομαι:''' горько жаловаться, возмущаться, негодовать Her., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:13, 31 December 2018
English (LSJ)
A complain loudly, ὅτι . . Hdt.1.44; εἰ . . Plu.Sert.6: abs., Hdt.4.68, Eus.Mynd.59.
German (Pape)
[Seite 538] dep. med., sich laut, heftig beklagen, Her. 1, 44. 4, 62; Plut. Sertor. 6, sequ. εἰ In den VLL. wird ἐδεινολόγουν erkl. ἐσχετλίαζον, δεινὰ πεπονθέναι ἔλεγον.
Greek (Liddell-Scott)
δεινολογέομαι: ἀποθ., μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι, δ. ὅτι… Ἡρόδ. 1. 44· ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 68.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
seul. prés. et impf.
1 se plaindre avec véhémence, s’indigner;
2 exhaler sa douleur avec force.
Étymologie: δεινός, λόγος.
Greek Monotonic
δεινολογέομαι: (λέγω), αποθ., παραπονιέμαι μεγαλόφωνα, ελεεινολογώ τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
δεινολογέομαι: горько жаловаться, возмущаться, негодовать Her., Plut.