δέρρις: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δέρρις:''' -εως, ἡ ([[δέρος]]), δερμάτινο [[περίβλημα]] ή [[επένδυση]]· στον πληθ., παραπετάσματα δοράτων κρεμασμένα [[μπροστά]] από τα οχυρώματα (με σκοπό να εξασθενήσουν τη [[δύναμη]] των εχθρικών βελών, σε Θουκ.· πρβλ. [[διφθέρα]], κατεργασμένα δέρματα). | |lsmtext='''δέρρις:''' -εως, ἡ ([[δέρος]]), δερμάτινο [[περίβλημα]] ή [[επένδυση]]· στον πληθ., παραπετάσματα δοράτων κρεμασμένα [[μπροστά]] από τα οχυρώματα (με σκοπό να εξασθενήσουν τη [[δύναμη]] των εχθρικών βελών, σε Θουκ.· πρβλ. [[διφθέρα]], κατεργασμένα δέρματα). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δέρρις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> Anth. = [[δέρμα]] 2;<br /><b class="num">2)</b> кожа для защиты от метательных снарядов (προκαλύμματα εἶχε δέρρεις Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, (Att. form of Δέρσις, cf. δέρω)
A skin, δ. τριχίνη LXX Za.13.4, cf. AP12.33 (Mel.). II leathern covering, of a jerkin, Eup.328; of a curtain, Pl.Com.240, Myrtil.1. III in pl. (sg., Ph.Bel.95.34), screens of skin or hide, hung before fortifications to deaden the enemy's missiles, Th.2.75, Cic.Att.4.19.1, D.S.20.9, Apollod.Poliorc.142.2, Polyaen.3.11.13: generally, curtain, LXXEx. 26.7, al., IG5(1).1390.35 (Andania, i B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
δέρρις: -εως, ἡ, (δέρος) βύρσινον κάλυμμα ἢ ἐπένδυμα, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 39, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 35·- κατὰ πληθ., παραπετάσματα ἐκ δορῶν κρεμάμενα πρὸ τῶν ὀχυρωμάτων, ὅπως ἐξασθενῶσι τῶν ἐχθρικῶν βελῶν τὴν δύναμιν, ὡς τὸ Ρωμ. cilicia, Θουκ. 2. 75 (ἔνθα δέρρεις εἶναι καθόλου δέρματα, διφθέραι δὲ κατειργασμένα δέρματα).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
couverture de cuir pour protéger les vaisseaux de guerre, les travailleurs dans un siège.
Étymologie: δέρω.
Greek Monolingual
δέρρις και δέρσις, η (Α)
1. δέρμα
2. δερμάτινο κάλυμμα, χιτώνιο
3. παραπέτασμα
4. στον πληθ. δέρρεις
δερμάτινα παραπετάσματα κρεμασμένα μπροστά στα οχυρώματα ή στα πλευρά πολεμικών πλοίων για προφύλαξη από ριπτόμενα εχθρικά βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή, ιδιαίτερα τη στρατιωτική γλώσσα, ενώ κατ' άλλους ανάγεται σε αμάρτυρο τ. δέρσις με αφομοίωση].
Greek Monotonic
δέρρις: -εως, ἡ (δέρος), δερμάτινο περίβλημα ή επένδυση· στον πληθ., παραπετάσματα δοράτων κρεμασμένα μπροστά από τα οχυρώματα (με σκοπό να εξασθενήσουν τη δύναμη των εχθρικών βελών, σε Θουκ.· πρβλ. διφθέρα, κατεργασμένα δέρματα).
Russian (Dvoretsky)
δέρρις: εως ἡ1) Anth. = δέρμα 2;
2) кожа для защиты от метательных снарядов (προκαλύμματα εἶχε δέρρεις Thuc.).