δεκάβοιος: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεκάβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που αξίζει [[ίσαμε]] [[δέκα]] βόδια· <i>τὸ δεκάβοιον</i>, [[νόμισμα]] αποδιδόμενο στο Θησέα, σε Πλούτ. | |lsmtext='''δεκάβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που αξίζει [[ίσαμε]] [[δέκα]] βόδια· <i>τὸ δεκάβοιον</i>, [[νόμισμα]] αποδιδόμενο στο Θησέα, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεκάβοιος:''' стоимостью в 10 «быков», т. е. в десять монет с изображением быка (выпущенных Тесеем) Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (βοῦς)
A worth ten oxen, τὸ δ. a coin attributed to Theseus, Plu. Thes.25; δεκάβοιον ἀποτίνειν, from a law of Draco, Poll.2.61.
German (Pape)
[Seite 542] zehn Rinder werth, Plut. Thes. 25.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάβοιος: -ον, (βοῦς), ἀξίζων δέκα βοῦς, τὸ δεκ., νόμισμα ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Θησέα, Πλούτ. Θησ. 25· δεκάβοιον ἀποτίνειν, ἔκ τινος νόμου τοῦ Δράκοντος, Πολυδ. Β΄, 61, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du prix de dix bœufs.
Étymologie: δέκα, βοῦς.
Greek Monolingual
δεκάβοιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία δέκα βοδιών
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάβοιον
νόμισμα που ορίστηκε, όπως αναφέρεται, από τον Θησέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -βοιος < βους (πρβλ. αλφεσίβοιος, εκατόμβοιος)].
Greek Monotonic
δεκάβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που αξίζει ίσαμε δέκα βόδια· τὸ δεκάβοιον, νόμισμα αποδιδόμενο στο Θησέα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δεκάβοιος: стоимостью в 10 «быков», т. е. в десять монет с изображением быка (выпущенных Тесеем) Plut.