διατήκω: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διατήκω:''' μέλ. <i>—ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[λιώνω]], [[μαλακώνω]] από τη [[θερμότητα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με παρακ. -[[τέτηκα]], [[λιώνω]] [[τελείως]], διαλύομαι, [[ξεπαγώνω]], σε Ξεν. | |lsmtext='''διατήκω:''' μέλ. <i>—ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[λιώνω]], [[μαλακώνω]] από τη [[θερμότητα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με παρακ. -[[τέτηκα]], [[λιώνω]] [[τελείως]], διαλύομαι, [[ξεπαγώνω]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διατήκω:''' расплавлять, растоплять ([[κηρόν]] Arph., Luc.); pass. таять (διατηκομένης τῆς χιόνος Xen.; δ. ὑπὸ ὑγροῦ Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A melt, soften by heat, κηρόν Ar.Nu.149; relax the bowels, Hp.Aër.7. 2 soak, ἐν ἐλαίῳ Thphr.Od.29, Aët.15.13:—Pass., aor. -ετήχθην Ph.Bel.89.20. II Pass., with pf. -τέτηκα, melt away, thaw, X.An.4.5.6; waste away, Arist.Mete.385a28, Agath.2.14.
German (Pape)
[Seite 606] zerschmelzen lassen; κηρόν Ar. Nubb. 179; Sp., z. B. Luc. Alex. 21; pass. schmelzen; vom Schnee, Xen. An. 4, 5, 6; Arist. Meteor. 4, 8.
Greek (Liddell-Scott)
διατήκω: μέλλ. -ξω, τήκω ἐντελῶς, διὰ θερμότητος μαλάσσω, Ἀριστοφ. Νεφ. 149· λύω (τὰ ἔντερα), Ἱππ. Ἀέρ. 284. ΙΙ. παθ. μετὰ πρκμ. τέτηκα, τήκομαι, διαλύομαι, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 6· φθίνω, «λυώνω», Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 8.
French (Bailly abrégé)
dissoudre en faisant fondre ; amollir par la chaleur ; Pass. se fondre.
Étymologie: διά, τήκω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pas. fut. -τακήσομαι Arr.Epict.3.16.9; pas. aor. -ετάκην Hp.Carn.3, Gal.11.120, -ετήχθην Ph.Mech.89.20; perf. -τέτηκα Gal.2.162]
I tr.
1 fundir completamente, derretir, licuar gener. por efecto del calor κηρόν Ar.Nu.149, cf. Luc.Alex.21, ῥητίνην ἐν μέλιτι διατήκων Hp.Morb.2.47b, cf. Fist.7, Steril.221, κέδρινον ἔλαιον ... μέλιτι διατήξας Hp.Mul.1.78, τὸ νόμισμα Plu.2.665b, (τίτανος) διατήκει τὰς σάρκας Gal.12.237, τὸ σπέρμα Sor.34.2, cf. D.C.48.51.3, Clem.Al.Paed.2.2.23
•por ext. remojar, sumergir incluso disolver en un líquido τὴν σμύρναν ... ἐν ἐλαίῳ Thphr.Od.29, cf. Aët.15.13 (p.45), saltamontes en agua salada para conservarlos como alimento, D.S.3.29, en v. pas. Arist.Pr.862a29, ἡ σκίλλα ... ἐν αὐτῷ τῷ οἴνῳ διατηχθεῖσα Ph.l.c., D.S.2.49.
2 medic. relajar, ablandar τὴν κοιλίην Hp.Aër.7.
II intr. en v. med.-pas. y perf.
1 fundirse, derretirse, disolverse, licuarse gener. por efecto del calor κηρωτὴ ... ἁπαλὴ καὶ ὑγρὴ διατήκεται καὶ ἀπόλλυται un cerato fino y húmedo se licúa y desaparece Hp.Art.80, τὸ ὕδωρ ἐν ᾧ διετάκησαν ἡψημέναι (ἰσχάδες) el agua en que se licuaron (los higos) secos al fuego Gal.11.120, πυρὶ μολίβδου διατακέντος Eus.HE 8.12.6, cf. Hp.Carn.7, Alex.Trall.1.471.7, Corp.Herm.Fr.23.15
•de la nieve deshelarse, fundirse X.An.4.5.6, Plu.2.691f
•sin calor (ὁ ἀήρ) δροσοβολεῖ ... διατηκόμενος el aire produce rocío al licuarse Plu.2.659b, cf. 695d, 978b
•en perf. διαλέλυται δὲ καὶ διατέτηκε Gal.2.162.
2 fig. disiparse, deshacerse, disolverse, consumirse (σώματα) ὑπὸ ὑγροῦ Arist.Mete.385a28, νέφος Dion.Alex. en Eus.HE 7.23.2, ὅταν ὑπὸ τῆς ἅλμης διατήκηται τὰ χιτώνια Them.in de An.79.19, ἐπέβλεψεν καὶ διετάκη ἔθνη (Yahvé) dirige su mirada y desaparecen las naciones LXX Hb.3.6, cf. Arr.Epict.3.16.9, Agath.2.14.9.
Greek Monolingual
(AM διατήκω) τήκω
λειώνω κάτι σ' όλη του τη μάζα, εντελώς
αρχ.
1. (για έντερα) μαλάσσω, χαλαρώνω, λύνω
2. διαβρέχω
3. παθ. εξαντλούμαι, αφανίζομαι.
Greek Monotonic
διατήκω: μέλ. —ξω,
I. λιώνω, μαλακώνω από τη θερμότητα, σε Αριστοφ.
II. Παθ., με παρακ. -τέτηκα, λιώνω τελείως, διαλύομαι, ξεπαγώνω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διατήκω: расплавлять, растоплять (κηρόν Arph., Luc.); pass. таять (διατηκομένης τῆς χιόνος Xen.; δ. ὑπὸ ὑγροῦ Arst.).