διάρριμμα: Difference between revisions
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(4) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διάρριμμα:''' -ατος, τό, άτακτο [[πήδημα]] εδώ και [[εκεί]], [[αναζήτηση]], σε Ξεν. | |lsmtext='''διάρριμμα:''' -ατος, τό, άτακτο [[πήδημα]] εδώ και [[εκεί]], [[αναζήτηση]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάρριμμα:''' ατος τὸ (о собаке, отыскивающей след) резкое движение, бросок (τὰ εἰς τὸ [[πρόσθεν]] καὶ [[ὄπισθεν]] καὶ εἰς τὸ [[πλάγιον]] διαρρίμματα Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A casting about, questing, of a hound, X.Cyn.4.4 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διάρριμμα: τό, ἄτακτον πήδημα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀναζήτησις, ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Ξεν. Κυν. 4. 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
allées et venues d’un chien qui se jette de côté et d’autre en bondissant çà et là.
Étymologie: διαρρίπτω.
Greek Monotonic
διάρριμμα: -ατος, τό, άτακτο πήδημα εδώ και εκεί, αναζήτηση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διάρριμμα: ατος τὸ (о собаке, отыскивающей след) резкое движение, бросок (τὰ εἰς τὸ πρόσθεν καὶ ὄπισθεν καὶ εἰς τὸ πλάγιον διαρρίμματα Xen.).