δονακόεις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δονᾰκόεις:''' -εσσα, -εν ([[δόναξ]]), [[καλαμωτός]], [[γεμάτος]] καλαμιές, σε Ευρ.· [[δόλος]] δ., λέγεται για [[καλάμι]] καλυμμένο με [[κόλλα]] ιξού ως [[ξόβεργα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δονᾰκόεις:''' -εσσα, -εν ([[δόναξ]]), [[καλαμωτός]], [[γεμάτος]] καλαμιές, σε Ευρ.· [[δόλος]] δ., λέγεται για [[καλάμι]] καλυμμένο με [[κόλλα]] ιξού ως [[ξόβεργα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δονᾰκόεις:''' όεσσα, όεν<br /><b class="num">1)</b> заросший тростником ([[Εὐρώτας]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> тростниковый, камышевый ([[δόλος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 18:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δονᾰκόεις Medium diacritics: δονακόεις Low diacritics: δονακόεις Capitals: ΔΟΝΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: donakóeis Transliteration B: donakoeis Transliteration C: donakoeis Beta Code: donako/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A reedy, δονακόεντος Εὐρώτα E.Hel.210 (lyr.); δόλος δ. a reed covered with birdlime, AP 9.273 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 656] εσσα, εν, voll Rohr; Eurotas, Eur. Hel. 210; δουνακόεις δόλος, die Falle von Rohr, Leimruthe, Bian. 3 (IX, 273).

Greek (Liddell-Scott)

δονᾰκόεις: εσσα, εν, πλήρης καλάμου, δονακόεντος Εὐρώτα Εὐρ. Ἑλ. 208· δόλος δ., κάλαμος ἀληλιμμένος ἰξῷ, Ἀνθ. Π. 9. 273.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 rempli de roseaux;
2 préparé au moyen de gluaux (piège).
Étymologie: δόναξ.

Spanish (DGE)

(δονᾰκόεις) -εσσα, -εν

• Alolema(s): δουν- AP 9.273 (Bianor)
1 lleno de cañas Εὐρώτας E.Hel.209.
2 hecho de cañas δουνακόεντα ... συνθεὶς δόλον confeccionando una trampa de cañas cubiertas de liga AP l.c.

Greek Monolingual

δονακόεις, -εσσα -εν (Α)
1. (για ποταμό) ο γεμάτος καλάμια
2. φρ. «δονακόεις δόλος» — καλάμι αλειμμένο με ιξό, παγίδα.

Greek Monotonic

δονᾰκόεις: -εσσα, -εν (δόναξ), καλαμωτός, γεμάτος καλαμιές, σε Ευρ.· δόλος δ., λέγεται για καλάμι καλυμμένο με κόλλα ιξού ως ξόβεργα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δονᾰκόεις: όεσσα, όεν
1) заросший тростником (Εὐρώτας Eur.);
2) тростниковый, камышевый (δόλος Anth.).