καλαμωτός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ καλαμωτός, -ή, -όν) καλαμώ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή
α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι
β) καλαμένιος φράκτης κήπων που χρησιμοποιείται για προφύλαξη ευπαθών φυτών από τον άνεμο ή τον ήλιο
γ) καλαμένιο πλέγμα που χρησιμοποιείται ως φράγμα στα ιχθυοτροφεία
δ) καλαμένιο πλέγμα μέσα σε πλαίσιο πάνω στο οποίο απλώνονται οπωρικά για ξήρανση, κν. τζιβιέρα
ε) πλαίσιο από καλάμια ή από λεπτούς πήχεις που συνδέονται με σύρμα, το οποίο χρησιμοποιείται για προφύλαξη τών θερμοκηπίων από τις ηλιακές ακτίνες, είδος γρίλιας
3. το ουδ. ως ουσ. το καλαμωτό
φράγμα από καλάμια
μσν.
(για το λινάρι) αυτός που απέκτησε καλάμι, ωριμασμένος.