καλαμωτός

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ καλαμωτός, -ή, -όν) καλαμώ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιοςκαλαμωτή καλύβα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή
α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι
β) καλαμένιος φράκτης κήπων που χρησιμοποιείται για προφύλαξη ευπαθών φυτών από τον άνεμο ή τον ήλιο
γ) καλαμένιο πλέγμα που χρησιμοποιείται ως φράγμα στα ιχθυοτροφεία
δ) καλαμένιο πλέγμα μέσα σε πλαίσιο πάνω στο οποίο απλώνονται οπωρικά για ξήρανση, κν. τζιβιέρα
ε) πλαίσιο από καλάμια ή από λεπτούς πήχεις που συνδέονται με σύρμα, το οποίο χρησιμοποιείται για προφύλαξη τών θερμοκηπίων από τις ηλιακές ακτίνες, είδος γρίλιας
3. το ουδ. ως ουσ. το καλαμωτό
φράγμα από καλάμια
μσν.
(για το λινάρι) αυτός που απέκτησε καλάμι, ωριμασμένος.