δρυκολάπτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρυκολάπτης:''' ὁ, = [[δρυοκολάπτης]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δρυκολάπτης:''' ὁ, = [[δρυοκολάπτης]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δρῠκολάπτης:''' ου ὁ Arph. = [[δρυοκολάπτης]].
}}
}}

Revision as of 18:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρῠκολάπτης Medium diacritics: δρυκολάπτης Low diacritics: δρυκολάπτης Capitals: ΔΡΥΚΟΛΑΠΤΗΣ
Transliteration A: drykoláptēs Transliteration B: drykolaptēs Transliteration C: drykolaptis Beta Code: drukola/pths

English (LSJ)

   A v. δρυοκολάπτης.

German (Pape)

[Seite 668] ὁ, = δρυοκολάπτης, Ar. Av. 480. 979. S. Lob. Phryn. 679.

Greek (Liddell-Scott)

δρυκολάπτης: ἴδε ἐν λ. δρυοκολάπτης

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: δρῦς, κολάπτω.

Spanish (DGE)

(δρῠκολάπτης) -ου, ὁ pájaro carpintero Ar.Au.480, 979, Eust.664.37, cf. δρυοκολάπτης.

Greek Monolingual

δρυκολάπτης, ο (Α)
βλ. δρυοκολάπτης.

Greek Monotonic

δρυκολάπτης: ὁ, = δρυοκολάπτης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δρῠκολάπτης: ου ὁ Arph. = δρυοκολάπτης.