δυσεξίλαστος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσεξίλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.
|mltxt=[[δυσεξίλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξίλαστος:''' (ῑ) трудно утолимый, не поддающийся облегчению (πένθη Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξίλαστος Medium diacritics: δυσεξίλαστος Low diacritics: δυσεξίλαστος Capitals: ΔΥΣΕΞΙΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dysexílastos Transliteration B: dysexilastos Transliteration C: dyseksilastos Beta Code: duseci/lastos

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A hard to appease, πένθη Plu.2.609f.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu besänftigen; πένθη Plut. Consol ad ux. 6.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξίλαστος: [ῑ], -ον, δυσκόλως πραϋνόμενος, πένθη Πλούτ. 2. 609Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à adoucir, à apaiser.
Étymologie: δυσ-, ἐξιλάσκομαι.

Spanish (DGE)

-ον difícil de aplacar πένθη Plu.2.609f.

Greek Monolingual

δυσεξίλαστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξίλαστος: (ῑ) трудно утолимый, не поддающийся облегчению (πένθη Plut.).