Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δωδεκάδωρος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δωδεκάδωρος:''' -ον ([[δῶρον]] II), αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[δώδεκα]] παλάμες, σε Ανθ.
|lsmtext='''δωδεκάδωρος:''' -ον ([[δῶρον]] II), αυτός που έχει [[μήκος]] ίσο με [[δώδεκα]] παλάμες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δωδεκάδωρος:''' [[δῶρον]] 3] длиной в двенадцать доров ([[κέρα]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκάδωρος Medium diacritics: δωδεκάδωρος Low diacritics: δωδεκάδωρος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΔΩΡΟΣ
Transliteration A: dōdekádōros Transliteration B: dōdekadōros Transliteration C: dodekadoros Beta Code: dwdeka/dwros

English (LSJ)

ον,

   A twelve palms long, κέρα AP6.96 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 693] von zwölf Spannen od. Handbreiten, Eryc. 1 (VI, 96).

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δώδεκα παλαμῶν, Ἀνθ. Π. 6. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long, large, haut de douze palmes.
Étymologie: δώδεκα, δῶρον².

Spanish (DGE)

-ον
de doce palmos de longitud κέρα AP 6.96 (Eryc.), ἅμαξα Sch.Hes.Op.426a.

Greek Monolingual

δωδεκάδωρος, -ον (Α)
φρ. «κέρα δωδεκάδωρα» — κέρατα μήκους δώδεκα παλαμών.

Greek Monotonic

δωδεκάδωρος: -ον (δῶρον II), αυτός που έχει μήκος ίσο με δώδεκα παλάμες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκάδωρος: δῶρον 3] длиной в двенадцать доров (κέρα Anth.).