δυσθεράπευτος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσθεράπευτος:''' -ον ([[θεραπεύω]]), αυτός που δύσκολα γιατρεύεται, σε Σοφ. | |lsmtext='''δυσθεράπευτος:''' -ον ([[θεραπεύω]]), αυτός που δύσκολα γιατρεύεται, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσθεράπευτος:''' трудноисцелимый Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A hard to cure, Hp.Medic.10, S.Aj.609 (lyr.); εὐήθεια Ph.1.334.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu heilen, Hippocr.; schwer zu warten, zu behandeln, Ajas, Soph. Ai. 603.
Greek (Liddell-Scott)
δυσθεράπευτος: -ον, δυσίατος, Ἱππ. 21. 26, Σοφ. Αἴ. 609.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à soigner, à guérir.
Étymologie: δυσ-, θεραπεύω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1medic. difícil de curar, incurable ἕλκος Hp.Medic.10, Gal.8.391, 13.477, ἀλωπεκία Asclep. en Gal.12.410, Heras en Gal.12.400, διάθεσις Gal.12.981, cf. Gr.Naz.M.36.408B, νόσος Eus.DE 4.10, Heph.Astr.3.31.8, σταφυλώματα Aët.7.36, cf. Gal.12.203, Vett.Val.202.30, Paul.Al.95.3, Alex.Trall.1.349.12, ἐμφυσήματα Aët.2.24
•de pers. que tiene una herida incurable Αἴας S.Ai.609, cf. Antyll. en Orib.50.2.1, 50.2.2.
2 de abstr., fig. difícil de remediar o solucionar εὐήθεια Ph.1.334, δειλία Ph.1.375, λῦπαι Epist.Char.p.33.3, ἀμαθία, νόσος δ. Ph.2.376, cf. Chrys.M.62.724
•difícil de dirimir φιλονεικίαι Gr.Nyss.Or.Dom.7.12
•difícil de arreglar τὸ σχίσμα (τοῦ χιτῶνος) Gr.Nyss.Hom.in Cant.329.6
•tb. de pers. difícil de redimir de los falsos cristianos, Ign.Eph.7.1.
II adv. -ως en forma difícil de curar δ. ἔχοντας τὰ σώματα Ammon.Diff.29.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσθεράπευτος, -ον)
αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.
Greek Monotonic
δυσθεράπευτος: -ον (θεραπεύω), αυτός που δύσκολα γιατρεύεται, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δυσθεράπευτος: трудноисцелимый Soph.